.
.
Θάλασσα, Μαύρη Θάλασσα

Θάλασσα, Μαύρη Θάλασσα

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Θάλασσα, Μαύρη Θάλασσα
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Θάλασσα, Μαύρη Θάλασσα,
απάν’ ι-σ’ κέσ’ ελάστα
Πόσα κορτσόπα εφίλεσα
και πόσα εγκαλιάστα;

Εγώ το ρακίν πίν’ ατο
πασ̌κείμ’ για μεθυσίαν;
Πίν’ ατο ας σ’ εφκιαρόπο μ’
κι ας σην τυραννισίαν

Εμέν η μάνα μ’ είπε με,
εμέν η μάνα μ’ λέει με
«Όθεν πας μη βραδι͜άσ̌κεσαι»
και πάντα δι͜αρμενεύ’ με

Νουνίζω, μάνα μ’, νουνίζω
και πώς να μη νουνίζω;
Τα συνέλ’κα μ’ υπάντρεψαν
κι εγώ πεκιάρτς γυρίζω
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
απάν’πάνω
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
βραδι͜άσ̌κεσαιβραδιάζεσαι, νυχτώνεσαι, σε βρίσκει η νύχτα πριν προλάβεις να φτάσεις κάπου ή να κάνεις κάτι
δι͜αρμενεύ’συμβουλεύω/ει, νουθετώ/εί μσν. ὁρμηνεύω < αρχ. ἑρμηνεύω
εγκαλιάστααγκάλιασα
ελάσταπεριφέρθηκα, τριγύρισα, περιπλανήθηκα ἀλάομαι/ηλάσκω
εφίλεσαφίλησα
εφκιαρόπομελαγχολία, στενοχώρια, έγνοια, άγχος efkâr/efkār
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
κορτσόπακοριτσάκια
μεθυσίανμεθύσι, μέθη
νουνίζωσκέφτομαι
όθενόπου, οπουδήποτε, σε όποιον
πασ̌κείμ’μήπως, μήπως (και) πᾶς καί ἔνι
πεκιάρτςεργένης, (αιτ. πληθ.) εργένηδες bekâr/bekār
πίν’πίνω/ει
ρακίναλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση φρούτων ή στεμφύλων φρούτων rakı/ˁaraḳī
συνέλ’κασυνομήλικα
τυραννισίαντυράννια, ταλαιπωρία
υπάντρεψανπαντρεύτηκαν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
απάν’πάνω
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
βραδι͜άσ̌κεσαιβραδιάζεσαι, νυχτώνεσαι, σε βρίσκει η νύχτα πριν προλάβεις να φτάσεις κάπου ή να κάνεις κάτι
δι͜αρμενεύ’συμβουλεύω/ει, νουθετώ/εί μσν. ὁρμηνεύω < αρχ. ἑρμηνεύω
εγκαλιάστααγκάλιασα
ελάσταπεριφέρθηκα, τριγύρισα, περιπλανήθηκα ἀλάομαι/ηλάσκω
εφίλεσαφίλησα
εφκιαρόπομελαγχολία, στενοχώρια, έγνοια, άγχος efkâr/efkār
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
κορτσόπακοριτσάκια
μεθυσίανμεθύσι, μέθη
νουνίζωσκέφτομαι
όθενόπου, οπουδήποτε, σε όποιον
πασ̌κείμ’μήπως, μήπως (και) πᾶς καί ἔνι
πεκιάρτςεργένης, (αιτ. πληθ.) εργένηδες bekâr/bekār
πίν’πίνω/ει
ρακίναλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση φρούτων ή στεμφύλων φρούτων rakı/ˁaraḳī
συνέλ’κασυνομήλικα
τυραννισίαντυράννια, ταλαιπωρία
υπάντρεψανπαντρεύτηκαν
Θάλασσα, Μαύρη Θάλασσα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost