.
.
Ποντιακό γλέντι

Χτέντσον το κιφάλι σ’

Στιχουργοί
Συνθέτες
Χτέντσον το κιφάλι σ’
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Σύρον απάν’ ι-σ’ το λετσ̌έκ’
και χτέντσον το κιφάλι σ’
Εγώ του καρίπ’ το παιδίν
να ’ίνουμαι γουρπάνι σ’

Όντες ελέπ’ς με κοκκινιά͜εις,
γιουτουρεύ’ς τα λετσ̌έκια
Εγώ ατώρα εγέρασα,
του κάκου χάντς τ’ εμέκια σ’

Η φοτά σ’ τσ̌ακανίεται
άμον θάλασσας κύμαν
Θα ρούζω και φουρκίουμαι,
αρνί μ’, θα έ͜εις το κρίμαν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απάν’πάνω
ατώρατώρα
γιουτουρεύ’ςσυνταιριάζεις, προσαρμόζεις, ρυθμίζεις uydurmak
γουρπάνιθυσία kurban/ḳurbān
έ͜ειςέχεις
εγέρασαγέρασα
ελέπ’ςβλέπεις
εμέκιακόποι, μόχθοι, προσπάθειες emek
’ίνουμαιγίνομαι
καρίπ’μοναχικό, ορφανό, εξαθλιωμένο garip/ġarīb
κιφάλικεφάλι
κοκκινιά͜ειςκοκκινίζεις, μτφ. ντρέπεσαι
λετσ̌έκ’γυναικείο μαντίλι που χρησίμευε ως κάλυμμα κεφαλής δεμένο σε σχήμα τριγώνου leçek<laçak
λετσ̌έκιαγυναικεία μαντίλια που χρησίμευαν ως κάλυμμα κεφαλής δεμένα σε σχήμα τριγώνου leçek<laçak
όντεςόταν
ρούζωπέφτω, ρίπτω
σύρον(προστ.) σύρε, τράβα, ρίξε
τσ̌ακανίεταισέρνεται κατά γης
φοτάμέρος γυναικείας ενδυμασίας που έμπαινε πάνω από το λαχόρι, το ζωνάρι το οποίο έδεναν οι γυναίκες τριγωνικά στη μέση τους πάνω από τη ζιπούνα, γεν. ποδιά futa
φουρκίουμαιπνίγομαι
χάντςχάνεις, παύεις να έχεις, διώχνεις
χτέντσον(προστ.) χτένισε
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απάν’πάνω
ατώρατώρα
γιουτουρεύ’ςσυνταιριάζεις, προσαρμόζεις, ρυθμίζεις uydurmak
γουρπάνιθυσία kurban/ḳurbān
έ͜ειςέχεις
εγέρασαγέρασα
ελέπ’ςβλέπεις
εμέκιακόποι, μόχθοι, προσπάθειες emek
’ίνουμαιγίνομαι
καρίπ’μοναχικό, ορφανό, εξαθλιωμένο garip/ġarīb
κιφάλικεφάλι
κοκκινιά͜ειςκοκκινίζεις, μτφ. ντρέπεσαι
λετσ̌έκ’γυναικείο μαντίλι που χρησίμευε ως κάλυμμα κεφαλής δεμένο σε σχήμα τριγώνου leçek<laçak
λετσ̌έκιαγυναικεία μαντίλια που χρησίμευαν ως κάλυμμα κεφαλής δεμένα σε σχήμα τριγώνου leçek<laçak
όντεςόταν
ρούζωπέφτω, ρίπτω
σύρον(προστ.) σύρε, τράβα, ρίξε
τσ̌ακανίεταισέρνεται κατά γης
φοτάμέρος γυναικείας ενδυμασίας που έμπαινε πάνω από το λαχόρι, το ζωνάρι το οποίο έδεναν οι γυναίκες τριγωνικά στη μέση τους πάνω από τη ζιπούνα, γεν. ποδιά futa
φουρκίουμαιπνίγομαι
χάντςχάνεις, παύεις να έχεις, διώχνεις
χτέντσον(προστ.) χτένισε
Χτέντσον το κιφάλι σ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr