.
.
Ση παλαιών τη στράταν

Εσύ απ’ ατού αναστέναξον

Στιχουργοί
Συνθέτες
Εσύ απ’ ατού αναστέναξον
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Εσύ απ’ ατού αναστέναξον,
εγώ -ν- ας αφουκρούμαι
Σύρον τα λόγια τη σεβτι͜άς,
εγώ -ν- ας παλαλούμαι

’Τραγώδεσα, ’τραγώδεσα
εκόπεν το λαλόπο μ’
Αν αγαπάς με πέει ατο
μη τρώω το καρδόπο μ’

Τ’ ομμάτι͜α τ’ς κατακέφαλα,
ο νους ατ’ς σον κλεψίον
Πόσα καρδόπα έκαψεν
χ̌ιλίων νοματίων;

Αρνί μ’, τα λιβαδία σου
εγώ θα κερεντίζω
Χωρίς εσέν, τρυγόνα μου,
πώς θα καλοκαιρίζω;

Τα ζόπα εξέβαν σον παρχάρ’,
αλμέει η παρχαρέτ’σσα
Εγώ να ποδεδίζ’ ατεν
ατέ έτον Ματσουκέτ’σσα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αλμέειαρμέγει
ατέαυτή
ατεναυτήν
ατούεκεί (σε τόπο ή σημείο που βρίσκεται σε κάποιο απόσταση)
ατ’ςαυτής, της
αφουκρούμαιαφουγκράζομαι
εκόπενκόπηκε
εξέβανβγήκαν
έτονήταν
ζόπααγελάδες
καρδόπακαρδούλες
καρδόποκαρδούλα
κατακέφαλαπρος τα κάτω
κερεντίζωκόβω χόρτα με την κόσσα գերանդի (gerandi)
κλεψίονκλοπή, κλέψιμο
λαλόποφωνούλα
νοματίωνανθρώπων, ατόμων ὀνόματοι
ομμάτι͜αμάτια
παλαλούμαιτρελαίνομαι
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
παρχαρέτ’σσαη γυναίκα που είναι επιφορτισμένη με τις δουλειές του παρχαριού (ορεινού τόπου θερινής βοσκής)
πέει(προστ.) πες
ποδεδίζ’(ενεργ. και μέση) χαίρομαι/εσαι, απολαμβάνω/ει, προσκυνώ/άει από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
σεβτι͜άςαγάπης, έρωτα sevda/sevdā
σύρον(προστ.) σύρε, τράβα, ρίξε
’τραγώδεσα(ετραγώδεσα) τραγούδησα
τρυγόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αλμέειαρμέγει
ατέαυτή
ατεναυτήν
ατούεκεί (σε τόπο ή σημείο που βρίσκεται σε κάποιο απόσταση)
ατ’ςαυτής, της
αφουκρούμαιαφουγκράζομαι
εκόπενκόπηκε
εξέβανβγήκαν
έτονήταν
ζόπααγελάδες
καρδόπακαρδούλες
καρδόποκαρδούλα
κατακέφαλαπρος τα κάτω
κερεντίζωκόβω χόρτα με την κόσσα գերանդի (gerandi)
κλεψίονκλοπή, κλέψιμο
λαλόποφωνούλα
νοματίωνανθρώπων, ατόμων ὀνόματοι
ομμάτι͜αμάτια
παλαλούμαιτρελαίνομαι
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
παρχαρέτ’σσαη γυναίκα που είναι επιφορτισμένη με τις δουλειές του παρχαριού (ορεινού τόπου θερινής βοσκής)
πέει(προστ.) πες
ποδεδίζ’(ενεργ. και μέση) χαίρομαι/εσαι, απολαμβάνω/ει, προσκυνώ/άει από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
σεβτι͜άςαγάπης, έρωτα sevda/sevdā
σύρον(προστ.) σύρε, τράβα, ρίξε
’τραγώδεσα(ετραγώδεσα) τραγούδησα
τρυγόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
Εσύ απ’ ατού αναστέναξον

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr