.
.
Αναστορώ το μεμλεκέτ’

Μα την Παναΐα λέω

Στιχουργοί
Συνθέτες
Μα την Παναΐα λέω
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Ση Παναΐας τα ραχ̌ι͜ά
[γιαρ, γιαρ, τσ̌άνουμ, γιαρ, γιαρ]
πάντα κονεύ’ η δείσα
[Μα την Παναΐαν λέγω/Παναΐα, Παναΐα!]
Εκεί καμίαν ’κι μερών’,
[γιαρ, γιαρ, τσ̌άνουμ, γιαρ, γιαρ]
πάντα σκοτία πίσσα
[Μα την Παναΐαν λέγω/Παναΐα, Παναΐα!]

Σην εκκλησίαν όντες πας
[γιαρ, γιαρ, τσ̌άνουμ, γιαρ, γιαρ]
κλώστ’ τέρεν τα ταφία
[Μα την Παναΐαν λέγω/Παναΐα, Παναΐα!]
Σον κόσμον έν’ και θάνατος
[γιαρ, γιαρ, τσ̌άνουμ, γιαρ, γιαρ]
μη καις τη χώρας ψ̌ήα
[Μα την Παναΐαν λέγω/Παναΐα, Παναΐα!]

«Ήμαρτα» είπα σον Θεόν,
[γιαρ, γιαρ, τσ̌άνουμ, γιαρ, γιαρ]
«τσ̌ούξον με, Παναΐα!»
[Μα την Παναΐαν λέγω/Παναΐα, Παναΐα!]
Τα τερτόπα μ’ ’τοπλάεψες
[Γιαρ, γιαρ, τσ̌άνουμ, γιαρ, γιαρ]
κι εδώκες μ’ ατα μίαν!
[Μα την Παναΐαν λέγω/Παναΐα, Παναΐα!]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
ατααυτά
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
δείσαομίχλη δεῖσα=υγρασία, λάσπη, βρωμιά
εδώκεςέδωσες
έν’είναι
ήμαρταήμαρτον, δηλωτικό μετάνοιας, από τον αόριστο β΄ του αρχαίου ρήματος ἁμαρτάνω (αμάρτησα), έκφ. έλα σα ήμαρτα=μετανόησε
καμίανποτέ
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλώστ’(προστ.) γύρνα/γύρισε, επέστρεψε
κονεύ’εγκαθίσταται, φωλιάζει, προσγειώνεται (επί πτηνών) konmak
μερών’μερώνει, ξημερώνει
μίανμια φορά
όντεςόταν
ΠαναΐαΠαναγιά
ραχ̌ι͜άράχες, βουνά
σκοτίασκοτάδι
ταφίατάφοι, το νεκροταφείο
τέρεν(προστ.) κοίταξε
τερτόπα(υποκορ.) καημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
τσ̌άνουμψυχή μου, αγαπημένε/η μου canım<can/cān
τσ̌ούξον(προστ.) λυπήσου, συμπόνεσε acımak
χώραςξένος/η/ο/οι γενικά, οι/το/τα μη οικείο/α, ξενιτειάς
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
ατααυτά
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
δείσαομίχλη δεῖσα=υγρασία, λάσπη, βρωμιά
εδώκεςέδωσες
έν’είναι
ήμαρταήμαρτον, δηλωτικό μετάνοιας, από τον αόριστο β΄ του αρχαίου ρήματος ἁμαρτάνω (αμάρτησα), έκφ. έλα σα ήμαρτα=μετανόησε
καμίανποτέ
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλώστ’(προστ.) γύρνα/γύρισε, επέστρεψε
κονεύ’εγκαθίσταται, φωλιάζει, προσγειώνεται (επί πτηνών) konmak
μερών’μερώνει, ξημερώνει
μίανμια φορά
όντεςόταν
ΠαναΐαΠαναγιά
ραχ̌ι͜άράχες, βουνά
σκοτίασκοτάδι
ταφίατάφοι, το νεκροταφείο
τέρεν(προστ.) κοίταξε
τερτόπα(υποκορ.) καημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
τσ̌άνουμψυχή μου, αγαπημένε/η μου canım<can/cān
τσ̌ούξον(προστ.) λυπήσου, συμπόνεσε acımak
χώραςξένος/η/ο/οι γενικά, οι/το/τα μη οικείο/α, ξενιτειάς
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
Μα την Παναΐα λέω

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr