.
.
Ση παλαιών τη στράταν

Ντ’ εποίκα σε ασ’χώρετον

Στιχουργοί
Συνθέτες
Ντ’ εποίκα σε ασ’χώρετον
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Ντ’ εποίκα σε -ν- ασ’χώρετον
και συντα̤υλείς και καίεις με;
Εσύ ντό ψ̌ην θα παραδί͜εις;
’κι λες να γουρταρεύ’ς με

Εμέν αέτσ’ εποίκε με
και -ν- ο Θεόν, παιδία
Κάθαν¹ ημέρα μουχαπέτ’,
’κι θέλω τη δουλείαν

Έναν δεντρόπον έμορφον,
έχ̌’ μόνον δύο μήλα
Τα μήλα ’θε εξ̌άευα
και τα κλαδόπα εφίλ’να

Τ’ αρνόπο μ’ λεγνοπίαστον,
τυλίγουμαι σα μὲσα τ’ς
Και πάει ατό να σακινεύ’
και λέει με «νέπρε, ντ’ ευτάς;»
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αέτσ’έτσι
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ασ’χώρετονασυγχώρητο
γουρταρεύ’ςγλυτώνεις κτ/κπ από, διασώζεις kurtarmak
δεντρόπονδεντράκι
δουλείανδουλειά
έμορφονόμορφο
εξ̌άευαχάιδευα okşamak
εποίκαέκανα, έφτιαξα ποιέω-ῶ
εποίκεέκανε, έφτιαξε ποιέω-ῶ
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
εφίλ’ναφιλούσα
έχ̌’έχει
’θετου/της
κάθανκάθε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλαδόπακλαδάκια
λεγνοπίαστονπου έχει λεγνή μέση ώστε να πιάνεται εύκολα
μὲσα(τα) η μέση
μουχαπέτ’κουβέντα, φιλική συνομιλία, συνεκδ. φιλική συνεστίαση (συνήθως μετά μουσικής) muhabbet/maḥabbet
νέπρεμωρέ, βρε, βρε συ
παιδίαπαιδιά
παραδί͜ειςπαραδίνεις, καταδίδεις
σακινεύ’παραμερίζει, αποφεύγει, φυλάγεται από sakınmak
συντα̤υλείςσυνδαυλίζεις, ανακινείς του δαυλούς ώστε να ζωηρέψει το πυρ της εστίας, μτφ. «παροξύνεις», «ανακινείς» πάθη
τυλίγουμαιτυλίγομαι
ψ̌ηνψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αέτσ’έτσι
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ασ’χώρετονασυγχώρητο
γουρταρεύ’ςγλυτώνεις κτ/κπ από, διασώζεις kurtarmak
δεντρόπονδεντράκι
δουλείανδουλειά
έμορφονόμορφο
εξ̌άευαχάιδευα okşamak
εποίκαέκανα, έφτιαξα ποιέω-ῶ
εποίκεέκανε, έφτιαξε ποιέω-ῶ
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
εφίλ’ναφιλούσα
έχ̌’έχει
’θετου/της
κάθανκάθε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλαδόπακλαδάκια
λεγνοπίαστονπου έχει λεγνή μέση ώστε να πιάνεται εύκολα
μὲσα(τα) η μέση
μουχαπέτ’κουβέντα, φιλική συνομιλία, συνεκδ. φιλική συνεστίαση (συνήθως μετά μουσικής) muhabbet/maḥabbet
νέπρεμωρέ, βρε, βρε συ
παιδίαπαιδιά
παραδί͜ειςπαραδίνεις, καταδίδεις
σακινεύ’παραμερίζει, αποφεύγει, φυλάγεται από sakınmak
συντα̤υλείςσυνδαυλίζεις, ανακινείς του δαυλούς ώστε να ζωηρέψει το πυρ της εστίας, μτφ. «παροξύνεις», «ανακινείς» πάθη
τυλίγουμαιτυλίγομαι
ψ̌ηνψυχή
Ντ’ εποίκα σε ασ’χώρετον
Σημειώσεις
¹ Ακούγεται εκ παραδρομής να τραγουδάει «κάθεν»

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr