.
.
Τραγούδια της Αργυρούπολης του Πόντου

Εγώ αγαπώ τα έμορφα

Στιχουργοί
Συνθέτες
Εγώ αγαπώ τα έμορφα
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Εγώ αγαπώ τα έμορφα,
ίλα̤μ τα μερακλία
ντο έχ’νε μάγ’λα κόκκινα
και καστανά μαλλία

Ξ̌ι, ξ̌ι, ξ̌ι τα κοσσάρας,
χάι, χάι τα πετεινάρι͜α
Λέγ’νε με «σούκ’ και δέβα πλάν’
και σα πετεινολάλι͜α»

Τ’ αρνί μ’ επαρεξέγκε με
ους τα Δύο Λιθάρι͜α
Τα δα̤κρόπα ’θε έτρεχαν
κι άμον μαργαριτάρι͜α

Ξ̌ι, ξ̌ι, ξ̌ι τα κοσσάρας,
χάι, χάι σον Αε-Σέρι
Απόψ’ ούσνα εμέρωσεν
εκείσ’νε απάν’ σο χ̌έρι μ’

Είνας περδίκα κελαηδεί
όλεν την ποταμέαν
Ατέ εγάπην έχασεν
κι επέμ’νε σην φωλέαν

Χάι, χάι, χάι για πέταξον
και τσ̌όκεψον σ’ ωμία μ’
Αρνί μ’/Ατό τ’ εσόν το τέρεμαν
έκαψεν την καρδία μ’

Απόψ’ η νύχτα εδίπλασεν,
ο φέγγον επιάστεν
Τη παραδεισί’ μ’ το πουλίν
σα ξένα εβραδι͜άστεν

Χάι, χάι, χάι για πέταξον
και τσ̌όκεψον σ’ ωμία μ’
Ατό τ’ εσόν το τέρεμαν
έκαψεν την καρδία μ’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απάν’πάνω
ατέαυτή
δα̤κρόπα(υποκορ.) δάκρυα
δέβα(προστ.) πήγαινε
εβραδι͜άστενβραδιάστηκε
εγάπηναγάπη
εδίπλασεν(αμεταβ.) διπλασιάστηκε, (μεταβ.) διπλασίασε
είναςένας/μία
εκείσ’νεκειτόσουν, ξάπλωνες
εμέρωσενξημέρωσε
έμορφαόμορφα
επαρεξέγκεξεπροβόδισε
επέμ’νεαπόμεινε
επιάστενπιάστηκε
εσόνδικός/ή/ό σου
έχασενέχασε, έδιωξε, πέταξε κτ
έχ’νεέχουνε
’θετου/της
ίλα̤μπροπαντώς, ιδιαίτερα, ειδικά illa/illā
κοσσάρας(πληθ.) κότες, (γεν.) κότας, οι κλώσσες (ιδιωμ.Νικόπολης)
λέγ’νελένε
λιθάρι͜αλιθάρια, πέτρες
μάγ’λαμάγουλα magulum
μερακλίαμε μεράκι, με ιδιαίτερο ζήλο meraklı/merāḳ
όλενόλη/ο, ολόκληρη/ο
ουςως, μέχρι
ούσναμέχρι που, έως ότου
παραδεισί’παραδείσου
πέταξον(προστ.) πέταξε
πετεινάρι͜α(υποκορ.) πετεινοί
πετεινολάλι͜αχαράματα, η ώρα που λαλούν οι πετεινοί
ποταμέανπαραποτάμιος τόπος
σούκ’(προστ.) σήκω
τέρεμανβλέμμα, κοίταγμα, μτφ. φροντίδα
τσ̌όκεψονκατάπεσε, επικάθησε, κλίνε υπό το βάρος çökmek
φέγγονφεγγάρι
φωλέανφωλιά
ωμίαώμοι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απάν’πάνω
ατέαυτή
δα̤κρόπα(υποκορ.) δάκρυα
δέβα(προστ.) πήγαινε
εβραδι͜άστενβραδιάστηκε
εγάπηναγάπη
εδίπλασεν(αμεταβ.) διπλασιάστηκε, (μεταβ.) διπλασίασε
είναςένας/μία
εκείσ’νεκειτόσουν, ξάπλωνες
εμέρωσενξημέρωσε
έμορφαόμορφα
επαρεξέγκεξεπροβόδισε
επέμ’νεαπόμεινε
επιάστενπιάστηκε
εσόνδικός/ή/ό σου
έχασενέχασε, έδιωξε, πέταξε κτ
έχ’νεέχουνε
’θετου/της
ίλα̤μπροπαντώς, ιδιαίτερα, ειδικά illa/illā
κοσσάρας(πληθ.) κότες, (γεν.) κότας, οι κλώσσες (ιδιωμ.Νικόπολης)
λέγ’νελένε
λιθάρι͜αλιθάρια, πέτρες
μάγ’λαμάγουλα magulum
μερακλίαμε μεράκι, με ιδιαίτερο ζήλο meraklı/merāḳ
όλενόλη/ο, ολόκληρη/ο
ουςως, μέχρι
ούσναμέχρι που, έως ότου
παραδεισί’παραδείσου
πέταξον(προστ.) πέταξε
πετεινάρι͜α(υποκορ.) πετεινοί
πετεινολάλι͜αχαράματα, η ώρα που λαλούν οι πετεινοί
ποταμέανπαραποτάμιος τόπος
σούκ’(προστ.) σήκω
τέρεμανβλέμμα, κοίταγμα, μτφ. φροντίδα
τσ̌όκεψονκατάπεσε, επικάθησε, κλίνε υπό το βάρος çökmek
φέγγονφεγγάρι
φωλέανφωλιά
ωμίαώμοι
Εγώ αγαπώ τα έμορφα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr