Προβολή Τραγουδιού
Ταντάλα |

Στιχουργοί: Κώστας Διαμαντίδης
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Καλλιτέχνες: Αλέξανδρος Παρχαρίδης, Παναγιώτης Κογκαλίδης
Εντώκεν το χαλάζ’, [Ταντάλα, τουντούλου] κεράσ̌ι͜α πουθέν ’κ’ εφέκεν [Ταντάλα, τουντούλου] Φάβατα και κοκκία [Ταντάλα, τουντούλου] σην γην βαθέα ’θέκεν [Ταντάλα, τουντούλου] Εντώκεν το χαλάζ’ [Ταντάλα, τουντούλου] κι εγέντον χαλαρδία [Ταντάλα, τουντούλου] Κι η μαύ’σσα η Λαζαράβα [Ταντάλα, τουντούλου] εσύρ’νεν τα μαλλία [Ταντάλα, τουντούλου] Εντώκεν το χαλάζ’ [Ταντάλα, τουντούλου] κι εχάθαν τα κεράσ̌ι͜α [Ταντάλα, τουντούλου] Ν’ αηλί εσέν, Νικόλα, [Ταντάλα, τουντούλου] ν’ αηλί τ’ εσόν τη ράχ̌ι͜αν! [Ταντάλα, τουντούλου] Τα τέρτι͜α σ’ ’κ’ εκανέθαν, [Ταντάλα, τουντούλου] πάγ’νε και τα κεράσ̌ι͜α! [Ταντάλα, τουντούλου]
Κείμενο | Επεξήγηση | Ετυμ. Ρίζα | Προέλευση |
---|---|---|---|
αηλί | αλίμονο | ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός) | |
βαθέα | βαθιά | ||
εγέντον | έγινε | ||
εκανέθαν | έφτασαν, ήταν αρκετά | ||
εντώκεν | χτύπησε | ||
εσόν | δικός/ή/ό σου | ||
εσύρ’νεν | έσερνε, τραβούσε, έριχνε | ||
εφέκεν | άφησε | ||
εχάθαν | χάθηκαν | ||
’θέκεν | (εθέκεν) έθεσε, τοποθέτησε, έβαλε | ||
’κ’ | δεν | οὐκί<οὐχί | |
κοκκία | σιτάρια | ||
μαύ’σσα | (μαύρεσσα) μαύρη μτφ. ταλαιπωρημένη, καημένη | ||
ν’ αηλί | αλίμονο | μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός | |
πάγ’νε | πηγαίνουν, έφυγαν, πάνε | ||
πουθέν | πουθενά | ||
ράχ̌ι͜αν | ράχη, πλάτη | ||
τέρτι͜α | καημοί, βάσανα, στενοχώριες | dert | |
φάβατα | κουκιά | ||
χαλάζ’ | χαλάζι | ||
χαλαρδία | πλημμύρα χειμάρρου |
(ΣΣ) Καταμαρτυρείται από τον στιχουργό του τραγουδιού, κ. Κώστα Διαμαντίδη, ότι η έκφραση «ταντάλα, τουντούλου» λεγόταν εν είδει επίκλησης-λιτανείας προκειμένου να βρέξει σε περιόδους παρατεταμένης ανομβρίας από ποντίους του χωριού Αγάπη Γρεβενών (Ρατς), στο οποίο μεγάλωσε και ο ίδιος. Το Ταντάλα/Τουντούλου είναι άμεσο δάνειο και αναφορά στο έθιμο της Ντόντολα (ή Πιρπιρούνα για τους Θρακιώτες). Σύμφωνα με ορισμένες ερμηνείες, η Ντόντολα είναι μία σλαβική θεά της βροχής και η σύζυγος της υπέρτατης θεότητας Περούν (θεός της βροντής στο σλαβικό πάνθεον). Οι Σλάβοι πίστευαν ότι όταν η Ντόντολα αρμέγει τις ουράνιες αγελάδες της, τα σύννεφα, βρέχει στη γη. Κάθε άνοιξη, η Ντόντολα λέγεται ότι πετάει πάνω από δάση και χωράφια, και απλώνει την εαρινή πρασινάδα, διακοσμώντας τα δέντρα με άνθη. Το έθιμο είναι γνωστή με τις ονομασίες Ντόντολα (Ντόντολε, ντούντουλα, ντουντούλιτσα) και Περπερούνα (Πεπερούντα, Πεπερούνα, Πεπερόνα, Περπερούνα, Προρούσα, Πρεπορούσα, Παπαρούντα, Πιρπιρούνα). Και τα δύο ονόματα χρησιμοποιούνται από τους Νότιους Σλάβους, τους Ρουμάνους, τους Αλβανούς και Έλληνες της Βόρειας Ελλάδας. Οι Αλβανοί χρησιμοποιούν επίσης το όνομα Ρόνα και το αρσενικό όνομα Ντόρντολετς (ντούρντουλετς). Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το έθιμο αυτό-καθαυτό μπορείτε να βρείτε εδώ⤵️ https://bit.ly/tantala