.
.
Παραδοσιακό μουσικό μουχαπέτ’

Μικρόν πουλόπον κελαηδεί σο καφέσ’ κλειδωμένον (Καθιστικά τίκια)

Στιχουργοί
Συνθέτες
Μικρόν πουλόπον κελαηδεί σο καφέσ’ κλειδωμένον (Καθιστικά τίκια)
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Μικρόν πουλόπον κελαηδεί
σο καφέσ’ κλειδωμένον
Τερεί τα τέλια ολόερα,
η καρδι͜ά ’θε καμένον/
το ψ̌όπον έν’ καμένον

Σαντά μ’, Σαντά μ’, λελεύω σε!
Σαντά μ’, πολλά τσ̌ιτσ̌άκια!
Όλεν αλάτι͜α και ραχ̌ι͜ά,
όλεν πεγαδομμάτι͜α

Εφόρεσες κι ενέλλαξες
κι επίασες τα στράτας/
το μακρόν το φιστάνι σ’
Θα σύρ’ ατο και το μολύβ’
που θα ταλεύ’ απάν’ ι-σ’

Πετούν, πετούν, πετούν, πετούν
πετούν και ’κι γονεύ’νε
Κορτσόπα σεβνταλία είν’
και πώς θα ταγιανεύ’νε;

♫

Το φιστανόπον ατ’ς κοντόν [ασ’χώρετον]
φαίνεται το καμίσ’ν ατ’ς [όι, όι]
Εγώ είμ’ εκείνος ο παιδάς [ασ’χώρετον]
π’ ερρούξεν απ’ οπίσ’ ατ’ς[ όι, όι]

♫

Βαρύν λόγον μη λέτε͜ ατο
τ’ εμόν τ’ αρνίν αρλίν έν’
Θα κλαίει και θα κλαινίζ’ κι εμέν,
η καρδι͜ά μ’ γεραλίν έν’

Επάρτε το περίστροφον,
όλον με τα πατρόνι͜α
Σύρον και σκότωσον εμέν,
χαλάλ’, πουλί μ’, σα χρόνι͜α μ’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αλάτι͜αέλατα
απάν’πάνω
αρλίναυτό που το πιάνει εύκολα το παράπονο arlı=ντροπαλός, σεμνός
ασ’χώρετονασυγχώρητο
ατ’ςαυτής, της
γεραλίνπληγωμένο, τραυματισμένο yaralı
γονεύ’νεεγκαθίστανται, φωλιάζουν, προσγειώνονται (επί πτηνών) konmak
είν’(για πληθ.) είναι
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έν’είναι
ενέλλαξεςφόρεσες καλά/γιορτινά ρούχα
επάρτε(προστ.) πάρτε
ερρούξενέπεσε
’θετου/της
καμίσ’νπουκάμισο καμίσιον<camisia=λινό ρούχο
καφέσ’κλουβί kafes/ḳafes
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλαινίζ’στενοχωρώ/εί, κάνω/ει κπ να κλάψει
κορτσόπακοριτσάκια
λελεύωχαίρομαι
όλενόλη/ο, ολόκληρη/ο
ολόεραολόγυρα
οπίσ’πίσω
παιδάςπαιδί, νέος άντρας
πατρόνι͜αφυσίγγια патрон
πεγαδομμάτι͜απηγές νερού
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
πουλόπονπουλάκι
ραχ̌ι͜άράχες, βουνά
σεβνταλίαερωτοχτυπημένα, ερωτευμένα, ερωτικά sevdalı
σκότωσον(προστ.) σκότωσε
στράτας(ονομ.) δρόμοι, (αιτ.) δρόμους
σύρ’σύρω/ει, τραβάω/ει, ρίχνω/ει
σύρον(προστ.) σύρε, τράβα, ρίξε
ταγιανεύ’νεαντέχουν, βαστάνε, υπομένουν dayanmak
ταλεύ’ορμώ/άει, χιμώ/άει, βυθίζομαι/εται dalmak
τέλιασύρματα, χορδές μουσικού οργάνου tel
τερείκοιτάει
τσ̌ιτσ̌άκιαλουλούδια çiçek
φιστάνιφουστάνι fistan<fustān<piştān
φιστανόπονφουστανάκι fistan<fustān<piştān
χαλάλ’κάτι που θυσιάζεται, προσφέρεται, ξοδεύεται με ευχαρίστηση, αν και είναι πολύτιμο ή κοστίζει πολλά helal/ḥalāl
ψ̌όπονψυχούλα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αλάτι͜αέλατα
απάν’πάνω
αρλίναυτό που το πιάνει εύκολα το παράπονο arlı=ντροπαλός, σεμνός
ασ’χώρετονασυγχώρητο
ατ’ςαυτής, της
γεραλίνπληγωμένο, τραυματισμένο yaralı
γονεύ’νεεγκαθίστανται, φωλιάζουν, προσγειώνονται (επί πτηνών) konmak
είν’(για πληθ.) είναι
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έν’είναι
ενέλλαξεςφόρεσες καλά/γιορτινά ρούχα
επάρτε(προστ.) πάρτε
ερρούξενέπεσε
’θετου/της
καμίσ’νπουκάμισο καμίσιον<camisia=λινό ρούχο
καφέσ’κλουβί kafes/ḳafes
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλαινίζ’στενοχωρώ/εί, κάνω/ει κπ να κλάψει
κορτσόπακοριτσάκια
λελεύωχαίρομαι
όλενόλη/ο, ολόκληρη/ο
ολόεραολόγυρα
οπίσ’πίσω
παιδάςπαιδί, νέος άντρας
πατρόνι͜αφυσίγγια патрон
πεγαδομμάτι͜απηγές νερού
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
πουλόπονπουλάκι
ραχ̌ι͜άράχες, βουνά
σεβνταλίαερωτοχτυπημένα, ερωτευμένα, ερωτικά sevdalı
σκότωσον(προστ.) σκότωσε
στράτας(ονομ.) δρόμοι, (αιτ.) δρόμους
σύρ’σύρω/ει, τραβάω/ει, ρίχνω/ει
σύρον(προστ.) σύρε, τράβα, ρίξε
ταγιανεύ’νεαντέχουν, βαστάνε, υπομένουν dayanmak
ταλεύ’ορμώ/άει, χιμώ/άει, βυθίζομαι/εται dalmak
τέλιασύρματα, χορδές μουσικού οργάνου tel
τερείκοιτάει
τσ̌ιτσ̌άκιαλουλούδια çiçek
φιστάνιφουστάνι fistan<fustān<piştān
φιστανόπονφουστανάκι fistan<fustān<piştān
χαλάλ’κάτι που θυσιάζεται, προσφέρεται, ξοδεύεται με ευχαρίστηση, αν και είναι πολύτιμο ή κοστίζει πολλά helal/ḥalāl
ψ̌όπονψυχούλα
Μικρόν πουλόπον κελαηδεί σο καφέσ’ κλειδωμένον (Καθιστικά τίκια)

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr