.
.
Ση παλαιών τη στράταν

Αούτα τα παρχάρι͜α μουν

Στιχουργοί
Συνθέτες
Αούτα τα παρχάρι͜α μουν
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Αούτα τα παρχάρι͜α μουν
ατσ̌ά ντο αναμέν’νε;
Ατά που εσ̌ολίκευαν
ατού κανείς ’κ’ επέμ’νεν

Αν αποθάνω θάψτε με
αρ’ απάν’ σο Κοτρόν -ι
Κι εκειαπάν’ θ’ αναπάεται
αρ’ το ψ̌όπον τ’ εμόν -ι

Αρνί μ’, θα παρχαρεύ’νε σε,
θα ’φτάγ’νε σε ρομάναν
Σο χωρίον κατήβασον
με το κρενίν το γάλαν

Έσυρα το τσ̌ανταόπο μ’
απάν’ σ’ αλατοκλάδι͜α
Επέρα το μικρόν τ’ αρνί μ’,
εταράγα σ’ ορμάνια
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αλατοκλάδι͜αελατόκλαδα
αναμέν’νεπεριμένουν, αναμένουν
αναπάεταιαναπαύεται, ξεκουράζεται
αούτααυτά
απάν’πάνω
αποθάνωπεθαίνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατάαυτά
ατούεκεί (σε τόπο ή σημείο που βρίσκεται σε κάποιο απόσταση)
ατσ̌άάραγε acep/ʿaceb
εκειαπάν’εκεί πάνω
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
επέμ’νεναπόμεινε
επέραπήρα
εσ̌ολίκευανέδιναν χαρά, ψυχαγωγούσαν, μτφ. ζωντάνευαν şenlenmek
έσυραέσυρα, τράβηξα, έριξα
εταράγαταράχθηκα, ανακατεύθηκα, μπλέχθηκα ταράσσω
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κατήβασον(προστ.) κατέβασε
κρενίνξύλινος οχετός ύδατος, βρύση, κρήνη
μουνμας
ορμάνιαδάση orman
παρχαρεύ’νεπαραθερίζουν σε θερινό βοσκότοπο (παρχάρι)
παρχάρι͜αορεινοί τόποι θερινής βοσκής
τσ̌ανταόποτσαντάκι çanta/tança
’φτάγ’νε(ευτάγ'νε) κάνουνε, φτιάχνουνε εὐθειάζω
ψ̌όπονψυχούλα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αλατοκλάδι͜αελατόκλαδα
αναμέν’νεπεριμένουν, αναμένουν
αναπάεταιαναπαύεται, ξεκουράζεται
αούτααυτά
απάν’πάνω
αποθάνωπεθαίνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατάαυτά
ατούεκεί (σε τόπο ή σημείο που βρίσκεται σε κάποιο απόσταση)
ατσ̌άάραγε acep/ʿaceb
εκειαπάν’εκεί πάνω
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
επέμ’νεναπόμεινε
επέραπήρα
εσ̌ολίκευανέδιναν χαρά, ψυχαγωγούσαν, μτφ. ζωντάνευαν şenlenmek
έσυραέσυρα, τράβηξα, έριξα
εταράγαταράχθηκα, ανακατεύθηκα, μπλέχθηκα ταράσσω
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κατήβασον(προστ.) κατέβασε
κρενίνξύλινος οχετός ύδατος, βρύση, κρήνη
μουνμας
ορμάνιαδάση orman
παρχαρεύ’νεπαραθερίζουν σε θερινό βοσκότοπο (παρχάρι)
παρχάρι͜αορεινοί τόποι θερινής βοσκής
τσ̌ανταόποτσαντάκι çanta/tança
’φτάγ’νε(ευτάγ'νε) κάνουνε, φτιάχνουνε εὐθειάζω
ψ̌όπονψυχούλα
Αούτα τα παρχάρι͜α μουν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr