.
.
Χ̌ειλιαυρί’ καϊτέδες

Χ̌ειλιαυρί’ καϊτέδες

Στιχουργοί
Συνθέτες
Χ̌ειλιαυρί’ καϊτέδες
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Καΐρεψον με, νε πουλί μ’,
Θεού πλάσμαν αν είσαι
Πας̌ κι εγεννέθα σον κόσμον
πάντα να τυρα̤ννί͜εις με;

Καν’νάν πολλά ’κι θ’ αγαπάς,
η ψ̌η σ’ θα φαρμακούται
Το καρδόπο σ’ θα φέρ’ γεράν,
κολάγια ’κι λαρούται 

♫

Ρομάνες ετελέθανε,
χωρίς βίον τα χάνια
Εσταμάτ’σαν να κελαηδούν
τα πουλόπα σ’ ορμάνια

Ας έξερα ποίον παρχάρτς
επέμ’νεν χ̌ι͜ονισμένον
Επέμ’νεν εκειαπάν’ τ’ αρνί μ’
και πάντα έν’ κλαμένον

Αρ’ άντρας ι-σ’ του σ̌κύλ’ ο γιον
’κι ’ξέρ’ το μεκατίρι σ’
Πώς ταγιανίζ’ το ψ̌όπον ατ’
και χαλάν’ το χατίρι σ’;

Το μεκατίρι μ’ να έξερες
κι εσάευες με ολίον
άμον εσέν ’κι θ’ έτονε
αρ’ άλλεν σο χωρίον

Γουρπάν’ εγώ να ’ίνουμαι
ατού σ’ εσά τ’ ομμάτι͜α
Άμον εσέν το σεβνταλούκ’
εγώ πολλούς εμάτσα

Πουλί μ’, κρύον νερόν είσαι,
νασάν τον διψασμένον!
Νασάν που κείται μετ’ εσέν
και σ’κούται νυσταγμένον
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άλλενάλλη
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατούεκεί (σε τόπο ή σημείο που βρίσκεται σε κάποιο απόσταση)
βίοντο βιος, το σύνολο των ζωντανών που έχει στην ιδιοκτησία του κάποιος, η περιουσία κάποιου
γεράνπληγή, τραύμα yara
γουρπάν’θυσία kurban/ḳurbān
εγεννέθαγεννήθηκα
εκειαπάν’εκεί πάνω
εμάτσαέμαθα κτ σε κπ, δίδαξα μαθίζω
έν’είναι
έξεραήξερα
έξερεςήξερες
επέμ’νεναπόμεινε
εσάδικά σου/σας
εσάευεςυπολόγιζες, εκτιμούσες, λογάριαζες saymak
ετελέθανε(αμτβ.) τελείωσαν, εξαντλήθηκαν, μτφ. πέθαναν
έτονεήταν
’ίνουμαιγίνομαι
καΐρεψον(προστ.) προστάτεψε, πρόσεξε κπ kayırmak
καν’νάνκανέναν
καρδόποκαρδούλα
κείταικείτεται, ξαπλώνει
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κολάγιαεύκολα kolay
λαρούταιγιατρεύεται, θεραπεύεται
μεκατίριαξία (ηθική), ποσότητα, ικανότητα (ενικ.) miḳdār/ (πληθ.) meḳādīr/mawaqīdīr
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
νασάνχαρά σε
ομμάτι͜αμάτια
ορμάνιαδάση orman
παρχάρτςορεινός τόπος θερινής βοσκής
πας̌μήπως, μπας και, είναι δυνατόν, μην τύχει (και) μήν πᾶς
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
πουλόπαπουλάκια
ρομάνεςπαρχαρομάνες, γυναίκες επιφορτισμένες με την επιμέλεια των ζώων και άλλες γαλακτοκομικές εργασίες στο παρχάρι (θερινό βοσκοτόπι)
σεβνταλούκ’έρωτας sevdalık
σ’κούταισηκώνεται
σ̌κύλ’(γεν.) σκύλου
ταγιανίζ’αντέχω/ει, βαστάω/ει, υπομένω/ει dayanmak
τυρα̤ννί͜ειςτυραννάς, ταλαιπωρείς
φαρμακούταιφαρμακώνεται
φέρ’φέρνω/ει
χαλάν’χαλάω/ει, καταστρέφω/ει
χατίριχάρη, σεβασμός, υπόληψη hatır/ḫāṭir
ψ̌ηψυχή
ψ̌όπονψυχούλα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άλλενάλλη
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατούεκεί (σε τόπο ή σημείο που βρίσκεται σε κάποιο απόσταση)
βίοντο βιος, το σύνολο των ζωντανών που έχει στην ιδιοκτησία του κάποιος, η περιουσία κάποιου
γεράνπληγή, τραύμα yara
γουρπάν’θυσία kurban/ḳurbān
εγεννέθαγεννήθηκα
εκειαπάν’εκεί πάνω
εμάτσαέμαθα κτ σε κπ, δίδαξα μαθίζω
έν’είναι
έξεραήξερα
έξερεςήξερες
επέμ’νεναπόμεινε
εσάδικά σου/σας
εσάευεςυπολόγιζες, εκτιμούσες, λογάριαζες saymak
ετελέθανε(αμτβ.) τελείωσαν, εξαντλήθηκαν, μτφ. πέθαναν
έτονεήταν
’ίνουμαιγίνομαι
καΐρεψον(προστ.) προστάτεψε, πρόσεξε κπ kayırmak
καν’νάνκανέναν
καρδόποκαρδούλα
κείταικείτεται, ξαπλώνει
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κολάγιαεύκολα kolay
λαρούταιγιατρεύεται, θεραπεύεται
μεκατίριαξία (ηθική), ποσότητα, ικανότητα (ενικ.) miḳdār/ (πληθ.) meḳādīr/mawaqīdīr
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
νασάνχαρά σε
ομμάτι͜αμάτια
ορμάνιαδάση orman
παρχάρτςορεινός τόπος θερινής βοσκής
πας̌μήπως, μπας και, είναι δυνατόν, μην τύχει (και) μήν πᾶς
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
πουλόπαπουλάκια
ρομάνεςπαρχαρομάνες, γυναίκες επιφορτισμένες με την επιμέλεια των ζώων και άλλες γαλακτοκομικές εργασίες στο παρχάρι (θερινό βοσκοτόπι)
σεβνταλούκ’έρωτας sevdalık
σ’κούταισηκώνεται
σ̌κύλ’(γεν.) σκύλου
ταγιανίζ’αντέχω/ει, βαστάω/ει, υπομένω/ει dayanmak
τυρα̤ννί͜ειςτυραννάς, ταλαιπωρείς
φαρμακούταιφαρμακώνεται
φέρ’φέρνω/ει
χαλάν’χαλάω/ει, καταστρέφω/ει
χατίριχάρη, σεβασμός, υπόληψη hatır/ḫāṭir
ψ̌ηψυχή
ψ̌όπονψυχούλα
Χ̌ειλιαυρί’ καϊτέδες

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr