.
.
Βαθέα ριζωμένον

Ο Μάραντον

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Ο Μάραντον
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Τον Μάραντον χαρτίν έρθεν,
να πάει ση στρατείαν
Τη νύχταν πάει σο μάστοραν,
τη νύχταν μαστορεύει
Κόφτ’ ας σ’ ασήμι πέταλα
κι ας σο χρυσόν καρφία
Τον μαύρον ατ’ ’καλίβωνεν
καταντικρύ σον φέγγον
Κι η κάλη του ’παράστεκεν
με το χρυσόν μαντίλι

Και τα δάκρυ͜α τ’ς κατήβαιναν,
Καλομηνά χαλάζι͜α
Καρφίν, καρφίν απλώνει α̤τον,
την γην δάκρυ͜α γομώνει
-Πού πας, πού πας, νε Μάραντε;
Κι εμέν τίναν αφήνεις;
-Αφήνω σε σον κύρη μου,
τον άεν -Κωνσταντίνον,
Αφήνω σε σην μάνα μου,
την άεν-Θεοτόκον
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άενάγιο
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
γομώνειγεμίζει
έρθενήρθε
κάληη αγαπητή σύζυγος, η σύζυγος
’καλίβωνεν(εκαλίβωνεν) πετάλωνε caliga, η «αρβύλα» των Ρωμαίων Λεγεωναρίων μέχρι τον 2° μ.Χ. αι.
Καλομηνά(γεν.) Μαΐου, μαγιάτικα, (αιτ.) Μάιο
καταντικρύακριβώς απέναντι
κατήβαινανκατέβαιναν
κόφτ’κόβει
τίνανποιον/α
φέγγονφεγγάρι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άενάγιο
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
γομώνειγεμίζει
έρθενήρθε
κάληη αγαπητή σύζυγος, η σύζυγος
’καλίβωνεν(εκαλίβωνεν) πετάλωνε caliga, η «αρβύλα» των Ρωμαίων Λεγεωναρίων μέχρι τον 2° μ.Χ. αι.
Καλομηνά(γεν.) Μαΐου, μαγιάτικα, (αιτ.) Μάιο
καταντικρύακριβώς απέναντι
κατήβαινανκατέβαιναν
κόφτ’κόβει
τίνανποιον/α
φέγγονφεγγάρι
Ο Μάραντον

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost