.
.
Bahçeye Hanımeli

Ekseva Apan So Vapor (Εξέβα απάν’ σο παπόρ’)

Συνθέτες: Παραδοσιακό
Ekseva Apan So Vapor (Εξέβα απάν’ σο παπόρ’)
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Εξέβα απάν’ σο παπόρ’. Εφέκα τα πραμόπα μ’ έμπρα̤ μ’ καικά κι εγρίβωσα σα κάγκελα τη παπορί’, για να μη ζαλίουμαι και ρούζω ση θάλασσαν. Πρώτη φοράν έλεπα θάλασσαν ση ζωή μ’. Τα μαντίλα̤ γομάτο δά̤κρα̤ επέγ’ναν κι έρχουσαν. Κανέναν ’κ’ είχα ν’ αποχαιρετώ και κανείς ’κ’ έτον ν’ αποχαιρετά με. Ετέρεσα το γιαλό, την πολιτείαν. Ο κόσμον επέγ’νεν άν’-κα’ σα δουλείας ατουν. Η γούλα μ’ εγομώθεν δά̤κρα̤ και τ’ ομμάτι͜α μ’ εδείσωσαν. «Έι, Τραπεζούντα», είπα, «για τ’ όλτς έ͜εις τόπον και μαναχόν εγώ ’κ’ εχωρώ και διώ͜εις με;»

«Έι, πατρίδα», είπα, «για τ’ όλτς έ͜εις τόπον και μαναχόν εγώ ’κ’ εχωρώ και διώ͜εις με;»
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άν’άνω, πάνω, άνωθεν
απάν’πάνω
ατουντους
γομάτογεμάτο
γούλαλαιμός gula
δά̤κρα̤δάκρυα
διώ͜ειςδιώχνεις
δουλείας(ονομ. πληθ.) δουλειές, (γεν. ενικ.) δουλειάς
έ͜ειςέχεις
εγομώθενγέμισε
εγρίβωσαπροσκολλήθηκα, γαντζώθηκα αγριφώνω<agrafer<grappa
εδείσωσανσκεπάστηκαν από ομίχλη
έλεπαέβλεπα
έμπρα̤μπροστά
εξέβαβγήκα, ανέβηκα, μτφ. προέκυψα
επέγ’νανπήγαιναν
επέγ’νενπήγαινε, προχωρούσε, έφευγε
έρχουσανέρχονταν
ετέρεσακοίταξα
έτονήταν
εφέκαάφησα
εχωρώχωράω
ζαλίουμαιζαλίζομαι
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κα’κάτω
καικάπρος τα κάτω, εκεί ακριβώς, κοντά
μαναχόν(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
όλτςόλους
ομμάτι͜αμάτια
παπόρ’βαπόρι, καράβι vapore
παπορί’βαποριού, καραβιού vapore
ρούζωπέφτω, ρίπτω
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άν’άνω, πάνω, άνωθεν
απάν’πάνω
ατουντους
γομάτογεμάτο
γούλαλαιμός gula
δά̤κρα̤δάκρυα
διώ͜ειςδιώχνεις
δουλείας(ονομ. πληθ.) δουλειές, (γεν. ενικ.) δουλειάς
έ͜ειςέχεις
εγομώθενγέμισε
εγρίβωσαπροσκολλήθηκα, γαντζώθηκα αγριφώνω<agrafer<grappa
εδείσωσανσκεπάστηκαν από ομίχλη
έλεπαέβλεπα
έμπρα̤μπροστά
εξέβαβγήκα, ανέβηκα, μτφ. προέκυψα
επέγ’νανπήγαιναν
επέγ’νενπήγαινε, προχωρούσε, έφευγε
έρχουσανέρχονταν
ετέρεσακοίταξα
έτονήταν
εφέκαάφησα
εχωρώχωράω
ζαλίουμαιζαλίζομαι
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κα’κάτω
καικάπρος τα κάτω, εκεί ακριβώς, κοντά
μαναχόν(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
όλτςόλους
ομμάτι͜αμάτια
παπόρ’βαπόρι, καράβι vapore
παπορί’βαποριού, καραβιού vapore
ρούζωπέφτω, ρίπτω
Ekseva Apan So Vapor (Εξέβα απάν’ σο παπόρ’)

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost