.
.
Παναγιώτης Ασλανίδης

Όλα τα τριαντάφυλλα

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Όλα τα τριαντάφυλλα
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Όλα τα τριαντάφυλλα
[ν’ αηλί εμέν/ασ’χώρετον]
απέσ’ σην καρδι͜ά σ’ κείνταν
[γιαρ, γιαρ/τσ̌άνουμ γιαρ, γιαρ]
Ατά που θα μυρίσ̌κεται
[μυρίσ̌κεται/ν’ αηλί εμέν]
τα χρόνι͜α τ’ ’κι τελείνταν
[γιαρ, γιαρ/τσ̌άνουμ γιαρ, γιαρ]

Ατού σο σπαρελόπο σου
[ασ’χώρετον/ν’ αηλί εμέν]
γουρπάν’ όθεν κι αν κείται!
[γιαρ, γιαρ/τσ̌άνουμ γιαρ, γιαρ]
Εξήντα χρονών γέροντα
[αρ’ γέροντα/ν’ αηλί εμέν]
ευτάει ατον και νείται
[γιαρ, γιαρ/τσ̌άνουμ γιαρ, γιαρ]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
απέσ’μέσα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ασ’χώρετονασυγχώρητο
ατάαυτά
ατούεκεί (σε τόπο ή σημείο που βρίσκεται σε κάποιο απόσταση)
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
γουρπάν’θυσία kurban/ḳurbān
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
κείντανκείτονται, ξαπλώνουν
κείταικείτεται, ξαπλώνει
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μυρίσ̌κεταιμυρίζει κτ, , οσφραίνεται
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
νείταιανανεώνεται, ξανανιώνει
όθενόπου, οπουδήποτε, σε όποιον
σπαρελόπομέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
τελείνταν(αμτβ.) τελειώνουν, εξαντλούνται, μτφ. πεθαίνουν
τσ̌άνουμψυχή μου, αγαπημένε/η μου canım<can/cān
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
απέσ’μέσα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ασ’χώρετονασυγχώρητο
ατάαυτά
ατούεκεί (σε τόπο ή σημείο που βρίσκεται σε κάποιο απόσταση)
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
γουρπάν’θυσία kurban/ḳurbān
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
κείντανκείτονται, ξαπλώνουν
κείταικείτεται, ξαπλώνει
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μυρίσ̌κεταιμυρίζει κτ, , οσφραίνεται
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
νείταιανανεώνεται, ξανανιώνει
όθενόπου, οπουδήποτε, σε όποιον
σπαρελόπομέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
τελείνταν(αμτβ.) τελειώνουν, εξαντλούνται, μτφ. πεθαίνουν
τσ̌άνουμψυχή μου, αγαπημένε/η μου canım<can/cān
Όλα τα τριαντάφυλλα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost