.
.
Ανάθεμα σε, Βράστινο (Τη Παντζερίνας)

Ανάθεμα σε, Βράστινο (Τη Παντζερίνας)

Στιχουργοί
Συνθέτες
Ανάθεμα σε, Βράστινο (Τη Παντζερίνας)
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Ανάθεμα σε, Βράστινο¹
με τα κοκκινοχώμι͜α
Τ’ άλλα τ’ αιΐδι͜α βόσκουνταν
και τ’ άλλα σύρ’ν τα πόνι͜α

Ν’ αηλί εμέν, νε μάνα μου,
το καρδόπο μ’ εκάεν
Αρ’ άμον το Καράκαπαν
χ̌ιονόπον εσ̌κεπάεν

Τη Παντζερίνας το πεγ̆άδ’
απέσ’ καικά σ’ ορμίν -ι
Το μέλ’ και το σ̌εκέρ’ εκεί
νασάν που βάλλ’ και πίνει

Αηλί εμέν, νε μάνα μου,
πονεί το ποδαρόπο μ’
Και ’κ’ επορώ να πορπατώ
να πάω με τ’ αρνόπο μ’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αιΐδι͜ακατσίκες
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απέσ’μέσα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
βάλλ’βάζω/ει
βόσκουντανβοσκούν
εκάενκάηκε
επορώμπορώ
εσ̌κεπάενσκεπάστηκε
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καικάπρος τα κάτω, εκεί ακριβώς, κοντά
Καράκαπανονομασία βουνού στην σημ. Τουρκία, στα ανατολικά όρια της Άνω Ματσούκας και με υψόμετρο 2,4 χλμ Karakaban< kara (=μαύρο) + kaban (կաբան=κορυφή, απότομος λόφος)
καρδόποκαρδούλα
κοκκινοχώμι͜ακόκκινα χώματα
μέλ’μέλι
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
νασάνχαρά σε
ορμίνρυάκι, ρεματιά
πεγ̆άδ’βρύση
ποδαρόποποδαράκι
πόνι͜απόνοι
πορπατώπερπατάω
σ̌εκέρ’ζάχαρη, γλυκό/ά şeker < şakar (περσ.) < śakkharā (οψ. σανσκ.) < śárkarā (σανσκριτ.)
σύρ’νσέρνουν, τραβούν, ρίχνουν
χ̌ιονόπονχιονάκι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αιΐδι͜ακατσίκες
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απέσ’μέσα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
βάλλ’βάζω/ει
βόσκουντανβοσκούν
εκάενκάηκε
επορώμπορώ
εσ̌κεπάενσκεπάστηκε
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καικάπρος τα κάτω, εκεί ακριβώς, κοντά
Καράκαπανονομασία βουνού στην σημ. Τουρκία, στα ανατολικά όρια της Άνω Ματσούκας και με υψόμετρο 2,4 χλμ Karakaban< kara (=μαύρο) + kaban (կաբան=κορυφή, απότομος λόφος)
καρδόποκαρδούλα
κοκκινοχώμι͜ακόκκινα χώματα
μέλ’μέλι
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
νασάνχαρά σε
ορμίνρυάκι, ρεματιά
πεγ̆άδ’βρύση
ποδαρόποποδαράκι
πόνι͜απόνοι
πορπατώπερπατάω
σ̌εκέρ’ζάχαρη, γλυκό/ά şeker < şakar (περσ.) < śakkharā (οψ. σανσκ.) < śárkarā (σανσκριτ.)
σύρ’νσέρνουν, τραβούν, ρίχνουν
χ̌ιονόπονχιονάκι
Ανάθεμα σε, Βράστινο (Τη Παντζερίνας)
Σημειώσεις
¹ (ή Βραστόν) Παλιά ονομασία του χωριού Αναβρυτά Γρεβενών

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr