.
.
Τα καϊτέδες τ’ έμορφα

Επιτραπέζιο

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Επιτραπέζιο
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Η φοτά σ’ κοσ̌κινίεται
άμον θάλασσας κύμαν
Τ’ άσπρον την ψ̌η σ’ εζέλεψα,
φοούμαι εποίκα κρίμαν

Δι͜αβαίνω άν’, δι͜αβαίνω κα’
και ’κι καλωσορί͜εις με
Άι! καλατσ̌ήν ’κι καλατσ̌εύ’ς,
ευτάς πως ’κ’ εγνωρί͜εις με

Ποία, πουλί μ’, να κρού’ν σο νου μ’
και ποία ν’ ανασπάλω;
Όντες αναστορώ ατα
πάω το νου μ’ να χάνω

Εγώ πάντα -ν- ανήσυχον
και παραπονεμένον
Ομοι͜άζω εκείνο το ραχ̌ίν,
αρνί μ’, ντο έν’ καμένον
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
άν’άνω, πάνω, άνωθεν
ανασπάλωξεχάσω
αναστορώθυμάμαι, αναπολώ
ατααυτά
δι͜αβαίνω(για τόπο) περνώ, διασχίζω, (για χρόνο) περνώ διαβαίνω
εγνωρί͜ειςγνωρίζεις
εζέλεψαζήλεψα
έν’είναι
εποίκαέκανα, έφτιαξα ποιέω-ῶ
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κα’κάτω
καλατσ̌εύ’ςμιλάς, συνομιλείς, συζητάς keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
καλατσ̌ήνομιλία, συνομιλία, συζήτηση keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
καλωσορί͜ειςκαλωσορίζεις
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κοσ̌κινίεταικοσκινίζεται, κουνιέται σαν κόσκινο κόσκινον
κρού’νχτυπούν κρούω
όντεςόταν
ραχ̌ίνβουνό, ράχη
φοούμαιφοβάμαι
φοτάμέρος γυναικείας ενδυμασίας που έμπαινε πάνω από το λαχόρι, το ζωνάρι το οποίο έδεναν οι γυναίκες τριγωνικά στη μέση τους πάνω από τη ζιπούνα, γεν. ποδιά futa
ψ̌ηψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
άν’άνω, πάνω, άνωθεν
ανασπάλωξεχάσω
αναστορώθυμάμαι, αναπολώ
ατααυτά
δι͜αβαίνω(για τόπο) περνώ, διασχίζω, (για χρόνο) περνώ διαβαίνω
εγνωρί͜ειςγνωρίζεις
εζέλεψαζήλεψα
έν’είναι
εποίκαέκανα, έφτιαξα ποιέω-ῶ
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κα’κάτω
καλατσ̌εύ’ςμιλάς, συνομιλείς, συζητάς keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
καλατσ̌ήνομιλία, συνομιλία, συζήτηση keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
καλωσορί͜ειςκαλωσορίζεις
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κοσ̌κινίεταικοσκινίζεται, κουνιέται σαν κόσκινο κόσκινον
κρού’νχτυπούν κρούω
όντεςόταν
ραχ̌ίνβουνό, ράχη
φοούμαιφοβάμαι
φοτάμέρος γυναικείας ενδυμασίας που έμπαινε πάνω από το λαχόρι, το ζωνάρι το οποίο έδεναν οι γυναίκες τριγωνικά στη μέση τους πάνω από τη ζιπούνα, γεν. ποδιά futa
ψ̌ηψυχή
Επιτραπέζιο

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost