.
.
Ση παλαιών τη στράταν

Αρνί μ’, να έμ’νε έναν κεράσ’

Στιχουργοί
Συνθέτες
Αρνί μ’, να έμ’νε έναν κεράσ’
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Αρνί μ’, να έμ’νε έναν κεράσ’
ντο στέκ’νε οι νυφάδες
Έπλωνα τα κλαδόπα μου
ετσέριζα φοτάδες

Σην εγκλησίαν όντες πας
κλώστ’ τέρεν τα ταφία
Απ’ έμπρου έν’ και θάνατος
μη κλαινί͜εις ξένα ψ̌ήα

Τρυγόνα μ’, τα σπαρελόπα σ’
και τα σπαρελοδέμι͜α σ’
Ατά όντες λύντς και δέντς ατα
πώς ’κι τρομάζ’ν’ τα χ̌έρι͜α σ’;

Σα τσ̌αϊροκοψίματα σ’
έπαρ’ εμέν αργάτη
Τα χορτάρι͜α ντο κόφτουμε
ευτάμ’ ατα κρεβάτι

Βασάντσον με, τυρά̤νντσον με
τρυγόνα μ’, ξάι μη τσ̌ί͜εις με
Πεκρής και κομαρτσ̌ής είμαι
εσύ πώς ταγιανί͜εις με;
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αργάτηεργάτη
ατάαυτά
ατααυτά
δέντςδένεις
εγκλησίανεκκλησία
έμ’νεήμουν
έμπρουεμπρός, μπροστά
έν’είναι
έπαρ’(προστ.) πάρε
έπλωναάπλωνα, έτεινα
ετσέριζαέσκιζα
ευτάμ’κάνουμε, φτιάχνουμε εὐθειάζω
κεράσ’κεράσι, κερασιά
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλαδόπακλαδάκια
κλαινί͜ειςκάνεις κάποιον να κλάψει, στενοχωρείς
κλώστ’(προστ.) γύρνα/γύρισε, επέστρεψε
κομαρτσ̌ήςτζογαδόρος kumarcı
λύντςλύνεις, λιώνεις
νυφάδεςνύφες
ξάικαθόλου
όντεςόταν
πεκρήςμπεκρής, μέθυσος bekri/bakrūy-bakrawī
σπαρελοδέμι͜ατα κορδόνια του στηθοδέσμου (σπαρέλιν) spalliera+δένω
σπαρελόπαμέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
στέκ’νεστέκουν
ταγιανί͜ειςαντέχεις, βαστάς, υπομένεις dayanmak
ταφίατάφοι, το νεκροταφείο
τέρεν(προστ.) κοίταξε
τρομάζ’ν’τρέμουν
τρυγόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
τσ̌αϊροκοψίματακόψιμο των χορταριών στο λιβάδι çayır + κόψιμο
τσ̌ί͜ειςλυπάσαι, συμπονάς σίζω
τυρά̤νντσον(προστ.) τυράννησε, ταλαιπώρησε
φοτάδεςποδιές (βλ. φοτά) futa
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αργάτηεργάτη
ατάαυτά
ατααυτά
δέντςδένεις
εγκλησίανεκκλησία
έμ’νεήμουν
έμπρουεμπρός, μπροστά
έν’είναι
έπαρ’(προστ.) πάρε
έπλωναάπλωνα, έτεινα
ετσέριζαέσκιζα
ευτάμ’κάνουμε, φτιάχνουμε εὐθειάζω
κεράσ’κεράσι, κερασιά
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλαδόπακλαδάκια
κλαινί͜ειςκάνεις κάποιον να κλάψει, στενοχωρείς
κλώστ’(προστ.) γύρνα/γύρισε, επέστρεψε
κομαρτσ̌ήςτζογαδόρος kumarcı
λύντςλύνεις, λιώνεις
νυφάδεςνύφες
ξάικαθόλου
όντεςόταν
πεκρήςμπεκρής, μέθυσος bekri/bakrūy-bakrawī
σπαρελοδέμι͜ατα κορδόνια του στηθοδέσμου (σπαρέλιν) spalliera+δένω
σπαρελόπαμέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
στέκ’νεστέκουν
ταγιανί͜ειςαντέχεις, βαστάς, υπομένεις dayanmak
ταφίατάφοι, το νεκροταφείο
τέρεν(προστ.) κοίταξε
τρομάζ’ν’τρέμουν
τρυγόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
τσ̌αϊροκοψίματακόψιμο των χορταριών στο λιβάδι çayır + κόψιμο
τσ̌ί͜ειςλυπάσαι, συμπονάς σίζω
τυρά̤νντσον(προστ.) τυράννησε, ταλαιπώρησε
φοτάδεςποδιές (βλ. φοτά) futa
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
Αρνί μ’, να έμ’νε έναν κεράσ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr