.
.
Ρίζα και παράδοση | Πόντος

Άι! ρίζα μ’ και στερέα μ’

Στιχουργοί
Συνθέτες
Άι! ρίζα μ’ και στερέα μ’
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Γιαβρί μ’, σ’ εμόν το ταφόπον
έλα το χρόνον μίαν
Έναν κερόπον άψον με,
ποίσον με συντροφίαν

Άι! ρίζα μ’, και στερέα μ’,
θ’ απιδι͜αβαίνω τα ραχ̌ι͜ά,
τον Αε-Ζαχαρέαν

Τα καλύβι͜α λιθόχτιστα,
χαρτώματα το στέβος
Και παρχαρέτ’σσα -ν- εγ̆έντον
το γιαβρόπο μ’ οφέτος

Άι! ρίζα μ’, και στερέα μ’,
για κλώστ’ σ’ εμέν μερέαν
Θ’ απιδι͜αβαίνω τα ραχ̌ι͜ά,
άι! ση Σαντάν μερέαν

Έπαρ’, γιαβρόπο μ’, το μαχ̌αίρ’
κι έλα σ̌κίσον και τέρεν
Τη καρδίας ι-μ’ το μισόν
η φωτία -ν- επέρεν

Άι! ρίζα μ’, και στερέα μ’!
Θ’ απιδι͜αβαίνω τα ραχ̌ι͜ά,
άι! ση Σαντάν μερέαν
Θ’ απιδι͜αβαίνω τα ραχ̌ι͜ά,
ση Μούζεναν μερέαν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
απιδι͜αβαίνωφεύγω, αφήνω πίσω, προσπερνώ, ξεπερνώ από + διαβαίνω
άψον(προστ.) άναψε
γιαβρίμωρό, μικρό, παιδί yavru
γιαβρόπομωράκι, μικρούλι, παιδάκι yavru + -όπον
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έπαρ’(προστ.) πάρε
επέρενπήρε
καρδίας(τη, γεν.) καρδιάς, (τα, ονομ. πληθ.) καρδιές
κερόπονκεράκι
κλώστ’(προστ.) γύρνα/γύρισε, επέστρεψε
μαχ̌αίρ’μαχαίρι
μερέανμεριά
μίανμια φορά
οφέτοςφέτος
παρχαρέτ’σσαη γυναίκα που είναι επιφορτισμένη με τις δουλειές του παρχαριού (ορεινού τόπου θερινής βοσκής)
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
ραχ̌ι͜άράχες, βουνά
σ̌κίσονσκίσε (προστ.)
στέβοςστέγη, σκεπή
στερέαστήριγμα
συντροφίανσυντροφιά, παρέα
ταφόπον(υποκορ.) τάφος
τέρεν(προστ.) κοίταξε
χαρτώματαλεπτά φύλλα σανιδιών ειδικά για την στέγη
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
απιδι͜αβαίνωφεύγω, αφήνω πίσω, προσπερνώ, ξεπερνώ από + διαβαίνω
άψον(προστ.) άναψε
γιαβρίμωρό, μικρό, παιδί yavru
γιαβρόπομωράκι, μικρούλι, παιδάκι yavru + -όπον
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έπαρ’(προστ.) πάρε
επέρενπήρε
καρδίας(τη, γεν.) καρδιάς, (τα, ονομ. πληθ.) καρδιές
κερόπονκεράκι
κλώστ’(προστ.) γύρνα/γύρισε, επέστρεψε
μαχ̌αίρ’μαχαίρι
μερέανμεριά
μίανμια φορά
οφέτοςφέτος
παρχαρέτ’σσαη γυναίκα που είναι επιφορτισμένη με τις δουλειές του παρχαριού (ορεινού τόπου θερινής βοσκής)
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
ραχ̌ι͜άράχες, βουνά
σ̌κίσονσκίσε (προστ.)
στέβοςστέγη, σκεπή
στερέαστήριγμα
συντροφίανσυντροφιά, παρέα
ταφόπον(υποκορ.) τάφος
τέρεν(προστ.) κοίταξε
χαρτώματαλεπτά φύλλα σανιδιών ειδικά για την στέγη
Άι! ρίζα μ’ και στερέα μ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr