.
.
Ομεύω κι ονειρεύκουμαι, θυμούμαι και πορεύω

Τοπική Τρυγόνα

Στιχουργοί
Συνθέτες
Τοπική Τρυγόνα
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Η τρυγόνα με τ’ αντζία
[η τρυγόνα, η τρυγόνα]
πάει σ’ ορμάν’ σερεύ’ τσατσία
[η κορώνα, η κορώνα]

Η τρυγόνα με τ’ ορτάρι͜α
[η τρυγόνα, η τρυγόνα]
πάει σ’ ορμάν’ σερεύ’ χορτάρι͜α
[η κορώνα, η κορώνα]

Ακεί πέρα σ’ ορμανόπα
[η τρυγόνα, η τρυγόνα]
έστεκεν κι εποίν’νεν ξύλα
[η κορώνα, η κορώνα]

Τα ξύλα τ’ς έταν οξέας,
[η τρυγόνα, η τρυγόνα]
άντρας ατ’ς έτον μυξέας
[η κορώνα, η κορώνα]

Πορπατεί και πάει ομάλια,
[η τρυγόνα, η τρυγόνα]
τ’ ορταρόπα τ’ς αρνομάλλια
[η κορώνα, η κορώνα]

Πορπατεί και πάει τίκια,
[η τρυγόνα, η τρυγόνα]
τ’ ορταρόπα τ’ς είν’ τιφτίκια
[η κορώνα, η κορώνα]

Το σ̌ελέκ’ είχ̌εν σ’ ωμία τ’ς,
[η τρυγόνα, η τρυγόνα]
παιδία, τρώγω τα ψ̌ήα τ’ς!
[η κορώνα, η κορώνα]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
ακείεκεί
αντζίαπόδια, μηροί
αρνομάλλιαμαλλί αρνιού
ατ’ςαυτής, της
είν’(για πληθ.) είναι
εποίν’νενέκανε, έφτιαχνε ποιέω-ῶ
έτανήταν
έτονήταν
κορώνα(ή κορόνα) κουρούνα, μτφ. προσφώνηση γυναίκας (για γυναίκα που χήρεψε), μτφ. καημένη κορώνη
μυξέαςμυξιάρης
ομάλιαομαλοί δρόμοι, ευθείες, πεδιάδες, ομαλά (επίρρ)
οξέαςοξιές
ορμάν’δάσος orman
ορμανόπαδάση
ορτάρι͜αμάλλινες κάλτσες ἀορτήρ
ορταρόπα(υποκορ.) μάλλινες κάλτσες ἀορτήρ
παιδίαπαιδιά
πορπατείπερπατάει
σ̌ελέκ’φορτίο ξύλων ή χόρτων που φέρεται στη ράχη ανθρώπου şelek<շալակ (shalag)=πλάτη, ράχη, μτφ. φορτίο
σερεύ’μαζεύει, συγκεντρώνει σωρεύω
τίκιαστητά dik
τιφτίκιαμοχέρ, ύφασμα από μαλλί αίγας tiftik/teftīk
τρυγόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
τσατσίαξεροκλάδια θάμνων, φρύγανα
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
ωμίαώμοι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
ακείεκεί
αντζίαπόδια, μηροί
αρνομάλλιαμαλλί αρνιού
ατ’ςαυτής, της
είν’(για πληθ.) είναι
εποίν’νενέκανε, έφτιαχνε ποιέω-ῶ
έτανήταν
έτονήταν
κορώνα(ή κορόνα) κουρούνα, μτφ. προσφώνηση γυναίκας (για γυναίκα που χήρεψε), μτφ. καημένη κορώνη
μυξέαςμυξιάρης
ομάλιαομαλοί δρόμοι, ευθείες, πεδιάδες, ομαλά (επίρρ)
οξέαςοξιές
ορμάν’δάσος orman
ορμανόπαδάση
ορτάρι͜αμάλλινες κάλτσες ἀορτήρ
ορταρόπα(υποκορ.) μάλλινες κάλτσες ἀορτήρ
παιδίαπαιδιά
πορπατείπερπατάει
σ̌ελέκ’φορτίο ξύλων ή χόρτων που φέρεται στη ράχη ανθρώπου şelek<շալակ (shalag)=πλάτη, ράχη, μτφ. φορτίο
σερεύ’μαζεύει, συγκεντρώνει σωρεύω
τίκιαστητά dik
τιφτίκιαμοχέρ, ύφασμα από μαλλί αίγας tiftik/teftīk
τρυγόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
τσατσίαξεροκλάδια θάμνων, φρύγανα
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
ωμίαώμοι
Τοπική Τρυγόνα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr