.
.
Ση παλαιών τη στράταν

Θέλω να είσαι μέρταινα

Στιχουργοί
Συνθέτες
Θέλω να είσαι μέρταινα
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Θέλω να είσαι μέρταινα
τιδέν να μην ελιά͜εις -ι
Να λες με -ν- «έπαρ’ ήνταν θέλτς
καν’νάν πα μ’ ερωτάς -ι»

Και -ν- όσον εδι͜αρμένεψα
και -ν- όσον είπαν, είπα
Εσύ καν’νάν ’κι τιγνεεύ’ς,
σαλαχανεύ’ς τη νύχταν

Τ’ εσόν εγάπη κάτ’ αγνόν
και πολλά τυρα̤ννίζ’ με
Εγώ θέλω να χ̌αίρουμαι
κι εσύ πάντα κλαινί͜εις με

Τ’ εσόν η εγάπ’ έν’ ερετίν
[κι] άμον ξερόν κλαδόπον
Φοούμαι αρ’ θα κουράεται
και τυρα̤ννίζ’ το ψ̌όπο μ’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αγνόναλλόκοτο/η, περίεργο/η, σπουδαίο/α, αξιοθαύμαστο/η ἀγνώς (άγνωστος)<ἀ- + γιγνώσκω
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
εγάπ’αγάπη
εγάπηαγάπη
ελιά͜ειςλυπάσαι κπ/κτ, δείχνεις ελεημοσύνη, μτφ. τσιγκουνεύεσαι ἐλεέω-ἐλεῶ
έν’είναι
έπαρ’(προστ.) πάρε
ερετίνετοιμόρροπο, πρόχειρα τοποθετημένο, άβολα βαλμένο, (επιρρ.) ασταθώς, πρόχειρα eğreti<ˁāriyyatī (عاريتي)
ερωτάςρωτάς
εσόνδικός/ή/ό σου
ήντανοτιδήποτε, ό,τι
θέλτςθέλεις
καν’νάνκανέναν
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλαδόπονκλαδάκι, μτφ. απόγονος
κλαινί͜ειςκάνεις κάποιον να κλάψει, στενοχωρείς
κουράεταισπάει, διπλώνεται kırmak
μέρταιναγενναία mert/merd
παπάλι, επίσης, ακόμα
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
σαλαχανεύ’ςείσαι αργόσχολος/η, τεμπελιάζεις, αλητεύεις τουρκ. salahana<salhane/selhhâne < αραβ.-περσ. selh-hâne κυριολεκτ. «σφαγείο», μεταφ. για άτομο αργόσχολο, απ’ την έκφραση «salhane köpekleri: όπως τα σκυλιά των σφαγείων»
τιγνεεύ’ςανέχεσαι, ακούς/υπακούς, ασχολείσαι με dinlemek
τιδέντίποτα
τυρα̤ννίζ’τυραννάω/ει, ταλαιπωρώ/εί
φοούμαιφοβάμαι
χ̌αίρουμαιχαίρομαι
ψ̌όποψυχούλα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αγνόναλλόκοτο/η, περίεργο/η, σπουδαίο/α, αξιοθαύμαστο/η ἀγνώς (άγνωστος)<ἀ- + γιγνώσκω
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
εγάπ’αγάπη
εγάπηαγάπη
ελιά͜ειςλυπάσαι κπ/κτ, δείχνεις ελεημοσύνη, μτφ. τσιγκουνεύεσαι ἐλεέω-ἐλεῶ
έν’είναι
έπαρ’(προστ.) πάρε
ερετίνετοιμόρροπο, πρόχειρα τοποθετημένο, άβολα βαλμένο, (επιρρ.) ασταθώς, πρόχειρα eğreti<ˁāriyyatī (عاريتي)
ερωτάςρωτάς
εσόνδικός/ή/ό σου
ήντανοτιδήποτε, ό,τι
θέλτςθέλεις
καν’νάνκανέναν
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλαδόπονκλαδάκι, μτφ. απόγονος
κλαινί͜ειςκάνεις κάποιον να κλάψει, στενοχωρείς
κουράεταισπάει, διπλώνεται kırmak
μέρταιναγενναία mert/merd
παπάλι, επίσης, ακόμα
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
σαλαχανεύ’ςείσαι αργόσχολος/η, τεμπελιάζεις, αλητεύεις τουρκ. salahana<salhane/selhhâne < αραβ.-περσ. selh-hâne κυριολεκτ. «σφαγείο», μεταφ. για άτομο αργόσχολο, απ’ την έκφραση «salhane köpekleri: όπως τα σκυλιά των σφαγείων»
τιγνεεύ’ςανέχεσαι, ακούς/υπακούς, ασχολείσαι με dinlemek
τιδέντίποτα
τυρα̤ννίζ’τυραννάω/ει, ταλαιπωρώ/εί
φοούμαιφοβάμαι
χ̌αίρουμαιχαίρομαι
ψ̌όποψυχούλα
Θέλω να είσαι μέρταινα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr