.
.
Κιμιγιάν

Σο χωραφάκριν εκάθουμ’νε

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Σο χωραφάκριν εκάθουμ’νε
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Σο χωραφάκριν εκάθουμ’
αρ’ άμον χωμολέας
Όλιον τη μέραν ’μέτρανα
τσ’ εγάπ’ς τα μακελλέας
 
Αν αποθάνω θάψτε με
και σ’ αχ̌ερωνοκώλι͜α
Να ελέπω το σαρίν τ’ αρνί μ’
πώς σύρ’ έξ’ τα χοχόλια
 
Σα Πλάτανα -ν- εβρόντεσεν,
σην Τραπεζούνταν βρέχ̌ει
Εμέν πολλά μη ελέπετε,
η μάνα μ’ άλλον ’κ’ έχ̌ει
 
Απέσ’ σο κεμεντζ̌όπο μου,
τρυγόνα μ’, να εχώρ’νες
Τα φυλαχτά τα λώματα σ’
καθημερ’νά να εφόρ’νες
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απέσ’μέσα
αποθάνωπεθαίνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
εβρόντεσενβρόντηξε
εγάπ’ςαγάπης
εκάθουμ’καθόμουν
ελέπετεβλέπετε
ελέπωβλέπω
έξ’έξω ή ο αριθμός έξι
εφόρ’νεςφορούσες
εχώρ’νεςχωρούσες
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καθημερ’νάκαθημερινά
κεμεντζ̌όπο(υποκορ.) λύρα kemençe/kemānçe
λώματαρούχα λῶμα/λωμάτιον
μακελλέαςσκαπανιές, τσαπιές μάκελλος/μακέλλῃ (μία + κέλλω=κοψιμο μιάς κατευθυνσης, μιας πλευράς)
’μέτρανα(εμέτρανα) μετρούσα
όλιονόλο, ολόκληρο
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
σαρίνξανθό, κίτρινο sarı
σύρ’σύρω/ει, τραβάω/ει, ρίχνω/ει
τρυγόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
τσ’(ως τση, άρθρο γεν. ενικού) του/της, (ως τσοι, άρθρο αιτ. πληθ.) τις, (ως ερωτημ. τσί;) ποιός;
χοχόλιασκουπίδια
χωμολέαςτο έντομο μυρμηκολέων χῶμα + λέων
χωραφάκρινη άκρη, τα όρια του χωραφιού
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απέσ’μέσα
αποθάνωπεθαίνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
εβρόντεσενβρόντηξε
εγάπ’ςαγάπης
εκάθουμ’καθόμουν
ελέπετεβλέπετε
ελέπωβλέπω
έξ’έξω ή ο αριθμός έξι
εφόρ’νεςφορούσες
εχώρ’νεςχωρούσες
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καθημερ’νάκαθημερινά
κεμεντζ̌όπο(υποκορ.) λύρα kemençe/kemānçe
λώματαρούχα λῶμα/λωμάτιον
μακελλέαςσκαπανιές, τσαπιές μάκελλος/μακέλλῃ (μία + κέλλω=κοψιμο μιάς κατευθυνσης, μιας πλευράς)
’μέτρανα(εμέτρανα) μετρούσα
όλιονόλο, ολόκληρο
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
σαρίνξανθό, κίτρινο sarı
σύρ’σύρω/ει, τραβάω/ει, ρίχνω/ει
τρυγόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
τσ’(ως τση, άρθρο γεν. ενικού) του/της, (ως τσοι, άρθρο αιτ. πληθ.) τις, (ως ερωτημ. τσί;) ποιός;
χοχόλιασκουπίδια
χωμολέαςτο έντομο μυρμηκολέων χῶμα + λέων
χωραφάκρινη άκρη, τα όρια του χωραφιού
Σο χωραφάκριν εκάθουμ’νε

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost