Ποντιακός Στίχος

Προβολή Τραγουδιού

Κατεβάστε τους στίχους σε PDF

Απέσ’ σ’ άψιμον καίουμαι

Σ’ αυτόν που τον έλεγαν ΓώγοΣ’ αυτόν που τον έλεγαν Γώγο

Στιχουργοί: Παραδοσιακό

Συνθέτες: Παραδοσιακό

Καλλιτέχνες: Κωστάκης Πετρίδης, Σταύρος Πετρίδης, Χρήστος Χρυσανθόπουλος


Δύο κορτσόπα έμορφα,
η Κερεκή κι η Ανάστα
Την Κερεκήν εφίλεσα,
την άλλεν εγκαλιάστα

Απέσ’ σ’ άψιμον καίγουμαι
η βρούλα πώς σαρεύ’ με!
Αγάπ’ τερεί με από μακρά
και ’κ’ έρ’ται κουρταρεύ’ με

 ♫

[Και] Κολεμαρίκα¹ -ν- έρημον,
Κολεμαρίκα τσ̌όλι
και κρύα τα νερόπα ’θε
το ξύλον εθέ πολύ

Το Γραμματίκ’², το Γραμματίκ’
έχ̌’ έμορφα ραχ̌ία
Ν’ αηλί τ’ εμόν την μανίτσαν
ντο ζει σην πολιτεία -ι

Τα Ούτσ̌ενα³ εκάπνιξαν,
το Κεσ̌ελέρ’⁴ εκάεν
Ένα κορτσόπον έμορφον
έντρισεν κι ενεπάεν
Γλωσσάρι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άλλενάλλη
απέσ’μέσα
άψιμονφωτιά
βρούλαφλόγα brûler
εγκαλιάστααγκάλιασα
εκάενκάηκε
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έμορφαόμορφα
έμορφονόμορφο
ενεπάεναναπαύτηκε
έντρισενπαντρεύτηκε, βρήκε άντρα (για γυναίκα)
έρ’ταιέρχεται
εφίλεσαφίλησα
έχ̌’έχει
’θετου/της
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καίγουμαικαίομαι
ΚερεκήΚυριακή
ΚερεκήνΚυριακή
κορτσόπακοριτσάκια
κορτσόπονκοριτσάκι
κουρταρεύ’σώνω/ει, διασώζω/ει kurtarmak
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
νερόπανεράκια
ραχ̌ίαράχες, βουνά
σαρεύ’τυλίγω/ει, περικυκλώνω/ει, εναγκαλίζομαι/εται, μτφ. αρέσει σε sarmak
τερείκοιτάει
τσ̌όλιέρημο, ερημικό çöl
Σημειώσεις
¹ Παλιά ονομασία του Ροδοχωρίου Νάουσας. Η πρώτη ονομασία του χωριού ήταν «Μέγα Ρέμα», κατά τη τοπική διάλεκτο «Γκουλέμα Ρέκα»
²  (ή Γραμματίκοβο) Το χωριό Γραμματικό Πέλλας (νυν Άνω και Κάτω Γραμματικό)
³ Παλιά ονομασία του χωριού Κομνηνά Πτολεμαΐδας
⁴ (ή Κιοσελέρ) Παλιά ονομασία του χωριού Αντίγονο ή Αντίγονος Φλώρινας

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2024

Τραγούδια: 8481 | Albums/Singles: 1315 | Συντελεστές: 1739 | Λήμματα: 15099
Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr