.
.
Τα ωραιότερα ποντιακά τραγούδια

Αητέντς επαραπέτανεν

Στιχουργοί
Συνθέτες
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Αητέντς επαραπέτανεν
ψηλά σα επουράνι͜α
[Ούι! Αμάν! Αμάν! (x2)]
Εκράτ’νεν και σα κάρτζ̌ι͜α του
παλληκαρί’ βραχ̌ι͜όνας
[Ούι! Αμάν! Αμάν! (x2)]

-Αητέ μ’, για δος με ας σο κρατείς,
για πέει με όθεν κείται
[Ούι! Αμάν! Αμάν! (x2)]
-Ας σο κρατώ ’κι δίγω σε,
λέγω σε όθεν κείται
[Ούι! Αμάν! Αμάν! (x2)]

Ακεί σα πέραν τα ραχ̌ι͜ά,
σο πέραν κιάν’ σ’ ελάτι͜α
[Ούι! Αμάν! Αμάν! (x2)]
Τραντέλλεναν εσκότωσαν
και κείται σκοτωμένος
[Ούι! Αμάν! Αμάν! (x2)]

Μαύρα πουλία τρώγ’ν’ ατον
και άσπρα τριγυρίσκουν
[Ούι! Αμάν! Αμάν! (x2)]
Φατέστεν, πουλία μ’, φατέστεν
Φατέστεν τον καρίπην
[Ούι! Αμάν! Αμάν! (x2)]

Ση θάλασσαν κολυμπετής
σ’ ορμάνια πεχλιβάνος
[Ούι! Αμάν! Αμάν! (x2)]
Σον πόλεμον Τραντέλλενας
Ρωμαίικον παλληκάρι
[Ούι! Αμάν! Αμάν! (x2)]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αητέντςαητός
ακείεκεί
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
βραχ̌ι͜όναςβραχίονες, μπράτσα βραχίων
δίγωδίνω
δοςδώσε
εκράτ’νενκρατούσε
ελάτι͜αέλατα
επαραπέτανενπαραπετούσε, πετούσε πολλή ώρα ή πολύ ψηλά
καρίπηνξένο, μοναχικό, φτωχό, ανήμπορο garip/ġarīb
κάρτζ̌ι͜ανύχια kanca<ganzo (βενετ.)<γαμψός ή ganskyos=κλαδί (πρωτοκελτικά)
κείταικείτεται, ξαπλώνει
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιάν’και άνω, και εξής, και πέρα
κολυμπετήςκολυμβητής
κρατείςκρατάς
όθενόπου, οπουδήποτε, σε όποιον
ορμάνιαδάση orman
παλληκαρί’παλληκαριού παλληκάριον<πάλληξ, πάλλαξ
πέει(προστ.) πες
πεχλιβάνοςκυρ. παλαιστής, μτφ. παλληκάρι, ανδρειωμένος pehlivan/pehlevān
ραχ̌ι͜άράχες, βουνά
ρωμαίικοναυτό που είναι των Ρωμιών, ελληνικό
Τραντέλλεναντριάντα φορές Έλληνα
Τραντέλλεναςο τριάντα φορές Έλληνας
τρώγ’ν’τρώνε
φατέστεν(προστ.) φάτε
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αητέντςαητός
ακείεκεί
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
βραχ̌ι͜όναςβραχίονες, μπράτσα βραχίων
δίγωδίνω
δοςδώσε
εκράτ’νενκρατούσε
ελάτι͜αέλατα
επαραπέτανενπαραπετούσε, πετούσε πολλή ώρα ή πολύ ψηλά
καρίπηνξένο, μοναχικό, φτωχό, ανήμπορο garip/ġarīb
κάρτζ̌ι͜ανύχια kanca<ganzo (βενετ.)<γαμψός ή ganskyos=κλαδί (πρωτοκελτικά)
κείταικείτεται, ξαπλώνει
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιάν’και άνω, και εξής, και πέρα
κολυμπετήςκολυμβητής
κρατείςκρατάς
όθενόπου, οπουδήποτε, σε όποιον
ορμάνιαδάση orman
παλληκαρί’παλληκαριού παλληκάριον<πάλληξ, πάλλαξ
πέει(προστ.) πες
πεχλιβάνοςκυρ. παλαιστής, μτφ. παλληκάρι, ανδρειωμένος pehlivan/pehlevān
ραχ̌ι͜άράχες, βουνά
ρωμαίικοναυτό που είναι των Ρωμιών, ελληνικό
Τραντέλλεναντριάντα φορές Έλληνα
Τραντέλλεναςο τριάντα φορές Έλληνας
τρώγ’ν’τρώνε
φατέστεν(προστ.) φάτε

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr