Προβολή Τραγουδιού
Τ’ εμέρα τα κοσσάρας

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Καλλιτέχνες: Γιωργούλης Κουγιουμτζίδης, Χρύσανθος Θεοδωρίδης
Τ’ εμέρα τα κοσσάρας «κάκουρ, κάκουρ» αϊβάζουν Τίγα θωρώ την τυργόνα μ’ τα γόνατα μ’ -άι- τορμάζουν Ας στο θυρίν τ’ εφκάλι έβγα απάν’ στ’ αμπάρι Τίγα πάεις πέφτεις κάτω, απόλ’ εμέν χαπάρι Ασπροκέρασον νύφε, ό,τι λέγω σε ποίσον Οτουβραδί’ θα έρχουμ’ την πόρτα σ’ άφ’ς ανοιχτόν Ση θάλασσας το γιαλόν οφίδι καρκαρίζει Η τάπλα σ’ έν’ παστρικόν, κρούει ήλι͜ον μαρμαρίζει
Κείμενο | Επεξήγηση | Ετυμ. Ρίζα | Προέλευση |
---|---|---|---|
αϊβάζουν | κάνουν αβγά | ||
απάν’ | πάνω | ||
απόλ’ | στείλε | ||
άφ’ς | άφησε (προστ.) | ||
έβγα | βγες (προστ.) | ||
εμέρα | δικά μου/μας (ιδιωμ. Νικόπολης) | ||
έν’ | είναι | ||
έρχουμ’ | ερχόμουν | ||
εφκάλι | κεφάλι (ιδιωμ.) | ||
θυρίν | πόρτα | ||
θωρώ | κοιτάζω | ||
καρκαρίζει | κάνει δυνατό κρότο | ||
κοσσάρας | κότες (πληθ.), κότας (γεν.), οι κλώσσες (ιδιωμ.Νικόπολης) | ||
κρούει | χτυπάει | ||
μαρμαρίζει | αστράφτει, ακτινοβολάει | ||
νύφε | νύφη | ||
οτουβραδί’ | κατά το βράδυ, τις απογευματινές ώρες | ο + του βραδύου (κατά το οσήμερον, οψέ) | |
ποίσον | κάνε, φτιάξε (προστ.) | ποιέω, ποιῶ | |
τάπλα | δισκοειδές κάλυμμα της κεφαλής της Πόντιας γυναίκας που στο επάνω μέρος του έφερε λεπτό στρογγυλό έλασμα ασημένιο ή επίχρυσο. Αυτό το έλασμα είχε επάνω του σχέδια διάφορα αλλά και τύπους νομισμάτων σε διάταξη με μέρος του ενός να καλύπτει μέρος του άλλου | tabla/ṭabla | |
τίγα | όταν, καθώς | ||
τορμάζουν | τρέμουν | ||
τυργόνα | το πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας |