Προβολή Τραγουδιού
Σανή τα χαμαιλέτας ι-σ’ |
Στιχουργοί: Στάθης Πανιτσίδης
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Καλλιτέχνες: Θεόφιλος Πουταχίδης, Παναγιώτης Θεοδωρίδης
Σανή¹ τα χαμαιλέτας ι-σ’ και ίλιαμ τα κοπάλια Πόσα σ̌άλι͜α εκοπάντσανε και πόσα -ν- αρνομάλλια; Έλεθανε τα φούρνικα τη χώρας οι νυφάδες Κάποτε ’κ’ επαίρ’νες καπίτσ̌’ ’κ’ επαίρ’νες και παράδες Σα χαμαιλέτας του Τσ̌αχούρ’² τα δύο πέτρας κλώσκουν Τα κουθουρόπα τη χωρί’ όλια εκέσ’ αλέσκουν
Κείμενο | Επεξήγηση | Ετυμ. Ρίζα | Προέλευση |
---|---|---|---|
αλέσκουν | αλέθονται | ||
αρνομάλλια | μαλλί αρνιού | ||
εκέσ’ | εκεί | ||
εκοπάντσανε | κοπάνησαν | ||
έλεθανε | άλεθαν | ||
επαίρ’νες | έπαιρνες | ||
ίλιαμ | προπαντώς, ιδιαίτερα, ειδικά | illa/illā | |
’κ’ | δεν | οὐκί<οὐχί | |
καπίτσ̌’ | το αλεστικό δικαίωμα του μυλωνά, για αλεστικό δικαίωμα ο μυλωνάς κρατούσε ένα ποσοστό από το αλεύρι, γιατί οι περισσότεροι προτιμούσαν αυτόν τον τρόπο της πληρωμής από το να του δώσουν χρήματα | καπίθη<παλαιοπερσ. kapiča | |
κλώσκουν | γυρίζουν, επιστρέφουν | ||
κουθουρόπα | κεφάλια καλαμποκιού απογυμνωμένα | ||
νυφάδες | νύφες | ||
όλια | όλα | ||
παράδες | λεφτά, χρήματα | para/pāre | |
πέτρας | πέτρες | ||
σ̌άλι͜α | μάλλινα ύφασματα, σάλια, εσάρπες | şal/şāl | |
φούρνικα | καλαμποκίσια αλεύρια, οι σπόροι του καλαμποκιού φουρνίζονταν πρώτα για να ψηθούν και να ξεραθούν και αφού αλέθονταν και κοσκινίζονταν προέκυπτε το φούρνικο το αλεύρι | ||
χαμαιλέτας | νερόμυλου | ||
χώρας | ξένος/η/ο/οι γενικά, οι/το/τα μη οικείο/α, ξενιτειάς | ||
χωρί’ | χωριού |
¹ ♰Σανίδης Δημήτριος του Κωνσταντίνου (1901 Στάμαν Ροδοπόλεως Πόντου - 1985 Κοιλάδα Κοζάνης), παλιός χαμαιλετάρτς (μυλωνάς) που δούλευε στο μύλο του πατέρα του Κωνσταντίνου στο χωριό Στάμαν του Πόντου πριν έρθει κατά την ανταλλαγή και εγκατασταθεί οριστικά στην Κοιλάδα Κοζάνης. Πρόκειται για τον παππού του γνωστού λυράρη Γιάννη Σανίδη. ² ♰Τσαχουρίδης Θεόδωρος του Ιωάννη (Μελιανάντων Ροδοπόλεως Πόντου σημ. Çıralı - Άγιος Δημήτριος Κοζάνης πρ. Τοπτσιλάρ), παλιός μυλωνάς από τον Άγιο Δημήτριο Κοζάνης. Σαλοπάτ’ – Πατητήρι Ο χαμαιλετάρτς (μυλωνάς), εκτός της γεωργίας έπρεπε να κατέχει τις απαραίτητες για την λειτουργία του υδρόμυλου γνώσεις. Πλην της αλευροποιίας, έπρεπε να είναι ειδικευμένος στο κοπάνισμαν (ξεφλούδισμα) του σίτου ή του κριθαριού για τη μετατροπή αυτών σε κορκότα (κουρκούτι, γιαρμάς) και ακόμη να κατέχει την τέχνη του πατέματος τη σαλί’ (εγχώριου μάλλινου υφάσματος). Το σαλοπάτ’ ήταν απλό ξύλινο μηχάνημα, το οποίο είχε ως βάση ένα ξύλινο επιμήκη κύλινδρο, στο ένα άκρο του οποίου ήταν προσαρμοσμένα ξύλινα φτερά και στο άλλο άκρο ένα κινητό κοπάλ’ (κόπανος). Όταν ο κύλινδρος έμπαινε σε κίνηση με την πτώση του νερού, κουνιόταν και ο κόπανος, ο οποίος σηκωνόταν και έπεφτε ρυθμικά επί του απλωμένου μάλλινου υφάσματος (σ̌άλ’). Από τα συνεχή χτυπήματα και της πίεσης, το σάλ’ γινόταν πυκνότερο και μαλακότερο και αποκτούσε όψη χνουδωτή. Τα σ̌άλι͜α είχαν συνήθως χρώμα μαύρο ή άσπρο. Από τα μαύρα φτιάχνονταν ανδρικά κουστούμια (ζίπκας) ή χριάμι͜α και τσατσίμι͜α (χράμια, κουβέρτες μεγάλες) και τα τσόχας (πανωφόρια γυναικών)