Προβολή Τραγουδιού
Ενότητα 12η

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Καλλιτέχνες: Κώστας Σιαμίδης, Στάθης Χριστοφορίδης
Εγώ και συ, ε! ξάδελφε, οι δύος χοβαρτάδες Αηλί τη μαυρομάναν ατ’ π’ έχ̌’ έμορφους νυφάδες Έμορφοι οι νυφάδες και -ν- ας σ’ Αγουρζενόν-ι Ζιπούνα και κουμάσ̌’ φορούν ο πρόσωπον αλώνιν Για έπαρ’ το σχοινόπο σ’ κι ας πάμε σα καζμάτσ̌ι͜α Αρ’ έμπρι͜α σ’ καικά πα βάλεν ταζέα παζλαμάτσ̌ι͜α Ατό το κεμεντζόπο σ’ ντό καλατσ̌εύ’ και λέει με; Αναμέν’ με ν’ αποθάνω, να κάθεται και κλαίει με
Κείμενο | Επεξήγηση | Ετυμ. Ρίζα | Προέλευση |
---|---|---|---|
Αγουρζενόν | χωριό της Ματσούκας του Πόντου | ||
αναμέν’ | περιμένει | ||
αποθάνω | πεθαίνω | ||
βάλεν | βάλε (προστ.) | ||
έμορφοι | όμορφοι/ες | ||
έμορφους | όμορφους/ες | ||
έμπρι͜α | μπροστά | ||
έπαρ’ | πάρε (προστ.) | ||
έχ̌’ | έχει | ||
ζιπούνα | μακρύ μανικωτό φόρεμα χωρίς ραφή στους ώμους | ζιπούνι(ν)<zipon (βενετ.) | |
καζμάτσ̌ι͜α | φυλλοβόλοι ή αειθαλείς θάμνοι και δέντρα γνωστοί και με την ονομασία ίληξ ο κολχικός (ilex colchica) ή λιόπρινο | kazmaç | |
καικά | προς τα κάτω, εκεί ακριβώς, κοντά | ||
καλατσ̌εύ’ | μιλάω/ει, συνομιλώ/ει, συζητώ/άει | keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας) | |
κουμάσ̌’ | ύφασμα | kumaş | |
νυφάδες | νύφες | ||
πα | πάλι, επίσης | ||
παζλαμάτσ̌ι͜α | στρογγυλό επίπεδο ψωμί/πίτα ψημένο σε λαμαρίνα | bazlamaç | |
ταζέα | φρέσκα, ζεστά | taze/tāze | |
χοβαρτάδες | άσωτοι, σπάταλοι, γυναικοθήρες, μοίχοι |
¹Ακούγεται «καζμάντσ̌ι͜α». Την άνοιξη έχουν μικρά λευκά άνθη, ενώ το φθινόπωρο και το χειμώνα έχουν κυρίως κόκκινους, πορτοκαλί και κίτρινους διακοσμητικούς καρπούς που χρησιμοποιούνται στη Χριστουγεννιάτικη διακόσμηση (μη συγχέονται με τα γκυ). Τα ξερά κλαδιά τους χρησίμευαν και ως προσανάμματα. Στην τουρκική είναι επίσης γνωστά και ως çoban püskülü ή ışılgan/ışığan.