.
.
Συνδαύλισον το άψιμον

Συνδαύλισον το άψιμον

Στιχουργοί
Συνθέτες
Συνδαύλισον το άψιμον
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Τ’ απέσ’ ι-μ’ όλια καίουνταν
και ’ίν’ντανε σαχτάρι͜α
Συνδαύλισον το άψιμον,
χάρτσον με σεβτάς κιάρι͜α

Καντούρεψον με άμον μωρόν,
λογιών ψέματα πέει με
Ποίσον με, ρίζα μ’, του τσ̌ιγμάτ’
τον άχαρον να λέγ’νε

Τα ψέματα σ’ τ’ αμέτρετα
και το γλυκύν ο πόνον
από ’πάν’ ι-μ’ εχάσανε
του θανατί’ τον φόβον

Εγάπ’ ξαμμένον σίδερον,
σα χρόνια μ’ τα χαράμι͜α
Πουλόπο μ’, έπαρ’ το μαχάν’
φύσα τα αποκάμι͜α
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αμέτρετααμέτρητα
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απέσ’μέσα
αποκάμι͜αδαυλοί εστίας καιγόμενοι ή σβησμένοι
άψιμονφωτιά
γλυκύνγλυκιά/ό
εγάπ’αγάπη
έπαρ’(προστ.) πάρε
εχάσανεέχασαν, έδιωξαν
θανατί’θανάτου
’ίν’ντανεγίνονται
καίουντανκαίγονται
καντούρεψον(προστ.) ξεγέλασε, εξαπάτησε, κορόιδεψε kandırmak
κιάρι͜ακέρδη kâr
λέγ’νελένε
μαχάν’το φυσερό του σιδηρουργού και του γανωτή mahan/muhan
ξαμμένονπυρωμένο
όλιαόλα
’πάν’(απάν’) πάνω
πέει(προστ.) πες
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
πουλόποπουλάκι
σαχτάρι͜αστάχτες στάχτη<στάζω
σεβτάςαγάπης, έρωτα sevda/sevdā
συνδαύλισον(προστ.) συνδαύλισε, ανακίνησε του δαυλούς ώστε να ζωηρέψει το πυρ της εστίας, μτφ. «παρόξυνε», «ανακίνησε» πάθη
τσ̌ιγμάτ’λύπηση, συμπόνια για τη δυστυχία άλλου acıma
χαράμι͜αχαράμια, που δεν έχουν τελικά όφελος ή αποτέλεσμα haram/ḥarām
χάρτσον(προστ.) χάρισε
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αμέτρετααμέτρητα
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απέσ’μέσα
αποκάμι͜αδαυλοί εστίας καιγόμενοι ή σβησμένοι
άψιμονφωτιά
γλυκύνγλυκιά/ό
εγάπ’αγάπη
έπαρ’(προστ.) πάρε
εχάσανεέχασαν, έδιωξαν
θανατί’θανάτου
’ίν’ντανεγίνονται
καίουντανκαίγονται
καντούρεψον(προστ.) ξεγέλασε, εξαπάτησε, κορόιδεψε kandırmak
κιάρι͜ακέρδη kâr
λέγ’νελένε
μαχάν’το φυσερό του σιδηρουργού και του γανωτή mahan/muhan
ξαμμένονπυρωμένο
όλιαόλα
’πάν’(απάν’) πάνω
πέει(προστ.) πες
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
πουλόποπουλάκι
σαχτάρι͜αστάχτες στάχτη<στάζω
σεβτάςαγάπης, έρωτα sevda/sevdā
συνδαύλισον(προστ.) συνδαύλισε, ανακίνησε του δαυλούς ώστε να ζωηρέψει το πυρ της εστίας, μτφ. «παρόξυνε», «ανακίνησε» πάθη
τσ̌ιγμάτ’λύπηση, συμπόνια για τη δυστυχία άλλου acıma
χαράμι͜αχαράμια, που δεν έχουν τελικά όφελος ή αποτέλεσμα haram/ḥarām
χάρτσον(προστ.) χάρισε
Συνδαύλισον το άψιμον
Σημειώσεις
Χορός: Γιώργος & Θοδωρής Χριστοφορίδης, Κωνσταντίνος Καρακασίδης

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr