.
.
Ση παλαιών τη στράταν

Ανάθεμα κι ανάθεμα

Στιχουργοί
Συνθέτες
Ανάθεμα κι ανάθεμα
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Ανάθεμα, ανάθεμα,
διπλά ν’ ανάθεμά σε
Σην ψ̌η σ’ ελιγοθύμανα
κι εσύ έλεες κοιμάσαι

Εγώ παρχαροπούλ’ είμαι,
σα χαμελά ψυχούμαι
Έπαρ’ με σ’ εγκαλιόπο σου
πέκια ν’ απολιγούμαι
ολίγον ας κοιμούμαι
Έπαρ’ με σ’ εγκαλιόπο σου
ολίγον ας κοιμούμαι

Ακείν’ το πέραν τα ραχ̌ι͜ά
πότε θα λιμενεύ’νε;
Αρνί μ’, τ’ ομμάτι͜α σ’ μαύρα είν’,
όθεν τερούν κονεύ’νε

Σο Τοψιλάρ’¹ ελίβωσεν,
ση Τορταλί’² εχ̌ι͜όντσεν
Πολλά έν’ ας σου ’κ’ είδα σε,
εθάρρεσα εχρόντσεν

Σο στούδ’ εντώκα κι έπλωσα
τη κάμας ι-μ’ την άχναν
Τ’ αρνί μ’ κοιμάται απέσ’ καικά,
εξώ οξ̌ωκά σην πάχνιαν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
ακείν’εκείνα
απέσ’μέσα
ας σουαπό του, από τότε που/αφότου, από αυτό που
εγκαλιόποαγκαλίτσα
εθάρρεσαθεώρησα, πίστεψα
είν’(για πληθ.) είναι
έλεεςέλεγες
ελίβωσενσυννέφιασε
ελιγοθύμαναλιποθυμούσα
έν’είναι
εντώκαχτύπησα
έπαρ’(προστ.) πάρε
έπλωσαάπλωσα, έτεινα
εχ̌ι͜όντσενχιόνισε
εχρόντσενχρόνισε, πέρασε ένας χρόνος
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καικάπρος τα κάτω, εκεί ακριβώς, κοντά
κοιμούμαικοιμάμαι
κονεύ’νεεγκαθίστανται, φωλιάζουν, προσγειώνονται (επί πτηνών) konmak
λιμενεύ’νεαποκαλύπτονται από τα χιόνια, ελλιμενίζονται
όθενόπου, οπουδήποτε, σε όποιον
ολίγονλίγο
ομμάτι͜αμάτια
οξ̌ωκάέξω
παρχαροπούλ’πουλί του παρχαριού (ορεινός τόπος θερινής βοσκής)
πάχνιανπάχνη
πέκιαίσως να, πιθανόν να, μπας και (με την ελπίδα να συμβεί) belki (αραβ. bel+ περσ. ki)
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
ραχ̌ι͜άράχες, βουνά
στούδ’οστό, κόκκαλο ὀστοῦν~οστούδιον
τερούνκοιτούν
χαμελάχαμηλά
ψ̌ηψυχή
ψυχούμαιαρρωσταίνω, με πιάνει ελονοσία (ψύχον)
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
ακείν’εκείνα
απέσ’μέσα
ας σουαπό του, από τότε που/αφότου, από αυτό που
εγκαλιόποαγκαλίτσα
εθάρρεσαθεώρησα, πίστεψα
είν’(για πληθ.) είναι
έλεεςέλεγες
ελίβωσενσυννέφιασε
ελιγοθύμαναλιποθυμούσα
έν’είναι
εντώκαχτύπησα
έπαρ’(προστ.) πάρε
έπλωσαάπλωσα, έτεινα
εχ̌ι͜όντσενχιόνισε
εχρόντσενχρόνισε, πέρασε ένας χρόνος
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καικάπρος τα κάτω, εκεί ακριβώς, κοντά
κοιμούμαικοιμάμαι
κονεύ’νεεγκαθίστανται, φωλιάζουν, προσγειώνονται (επί πτηνών) konmak
λιμενεύ’νεαποκαλύπτονται από τα χιόνια, ελλιμενίζονται
όθενόπου, οπουδήποτε, σε όποιον
ολίγονλίγο
ομμάτι͜αμάτια
οξ̌ωκάέξω
παρχαροπούλ’πουλί του παρχαριού (ορεινός τόπος θερινής βοσκής)
πάχνιανπάχνη
πέκιαίσως να, πιθανόν να, μπας και (με την ελπίδα να συμβεί) belki (αραβ. bel+ περσ. ki)
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
ραχ̌ι͜άράχες, βουνά
στούδ’οστό, κόκκαλο ὀστοῦν~οστούδιον
τερούνκοιτούν
χαμελάχαμηλά
ψ̌ηψυχή
ψυχούμαιαρρωσταίνω, με πιάνει ελονοσία (ψύχον)
Ανάθεμα κι ανάθεμα
Σημειώσεις
¹ Παλιά ονομασία του χωριού Άγιος Δημήτριος Κοζάνης
² «Τετραλόφου», παλιά ονομασία του χωριού Τετράλοφος Κοζάνης

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr