.
.
Ση παλαιών τη στράταν

Τ’ έναν τ’ ομμάτι σ’ έβλαψα

Στιχουργοί
Συνθέτες
Τ’ έναν τ’ ομμάτι σ’ έβλαψα
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Τ’ έναν τ’ ομμάτι σ’ έβλαψα,
τ’ άλλο χαΐρ’ ’κ’ ευτάει σε
Απ’ ατώρα εγώ θα τερώ
η μάνα σ’ ντό θα ’φτάει σε

Ισ̌μάρ’ όντες εντώκα σε
η μάνα σ’ κάτ’ εγροίκ’σεν
Αν ερωτά σε, πέ’ ατεν
«ση γούλαν ατ’ς ’κ’ ερρούξεν»

Λέω να παρχαρεύ’ ατεν
να ’φτάγ’ ατεν ρομάνα
Σο Τοψιλάρ’ να κατηβάζ’
με το κρενίν το γάλα

Τα χτήνια εξέβαν σο παρχάρ’
ν’ αλμέ͜ει η παρχαρέτ’σσα
Να τρώω τον Θεόν εθε
ντό έτον Τορταλέτ’σσα
Να τρώω τον Θεόν εθε
ντό έν’ Τοψιλαρέτ’σσα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αλμέ͜ειαρμέγει
ατεναυτήν
ατ’ςαυτής, της
ατώρατώρα
γούλανλαιμό gula
εγροίκ’σενκατάλαβε
εθετου/της
έν’είναι
εντώκαχτύπησα
εξέβανβγήκαν
ερρούξενέπεσε
ερωτάρωτάει
έτονήταν
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
ισ̌μάρ’νεύμα, νόημα işmar/նշմար
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κατηβάζ’κατεβάζει
κρενίνξύλινος οχετός ύδατος, βρύση, κρήνη
ομμάτιμάτι ὀμμάτιον
όντεςόταν
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
παρχαρέτ’σσαη γυναίκα που είναι επιφορτισμένη με τις δουλειές του παρχαριού (ορεινού τόπου θερινής βοσκής)
παρχαρεύ’παραθερίζω/ει σε θερινό βοσκότοπο (παρχάρι)
πέ’(προστ.) πες
ρομάναπαρχαρομάνα, γυναίκα επιφορτισμένη με την επιμέλεια των ζώων και άλλες γαλακτοκομικές εργασίες στο παρχάρι (θερινό βοσκοτόπι)
τερώκοιτώ
’φτάγ’(ευτάγω) κάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
’φτάει(ευτάει) κάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
χαΐρ’προκοπή, καλή τύχη, ευημερία hayır/ḫayr
χτήνιααγελάδες
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αλμέ͜ειαρμέγει
ατεναυτήν
ατ’ςαυτής, της
ατώρατώρα
γούλανλαιμό gula
εγροίκ’σενκατάλαβε
εθετου/της
έν’είναι
εντώκαχτύπησα
εξέβανβγήκαν
ερρούξενέπεσε
ερωτάρωτάει
έτονήταν
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
ισ̌μάρ’νεύμα, νόημα işmar/նշմար
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κατηβάζ’κατεβάζει
κρενίνξύλινος οχετός ύδατος, βρύση, κρήνη
ομμάτιμάτι ὀμμάτιον
όντεςόταν
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
παρχαρέτ’σσαη γυναίκα που είναι επιφορτισμένη με τις δουλειές του παρχαριού (ορεινού τόπου θερινής βοσκής)
παρχαρεύ’παραθερίζω/ει σε θερινό βοσκότοπο (παρχάρι)
πέ’(προστ.) πες
ρομάναπαρχαρομάνα, γυναίκα επιφορτισμένη με την επιμέλεια των ζώων και άλλες γαλακτοκομικές εργασίες στο παρχάρι (θερινό βοσκοτόπι)
τερώκοιτώ
’φτάγ’(ευτάγω) κάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
’φτάει(ευτάει) κάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
χαΐρ’προκοπή, καλή τύχη, ευημερία hayır/ḫayr
χτήνιααγελάδες
Τ’ έναν τ’ ομμάτι σ’ έβλαψα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr