Προβολή Τραγουδιού
Κοτσαγγέλ’ |
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Καλλιτέχνες: Γιώργος Αμαραντίδης
Ξένε μ’, ξενιτεμένε μ’ κι ανεγνώριμε μ’, [γιαρ] που περπατείς στα ξένα, στα ξένα, στα ανεγνώριμα [νέι] Εγώ σ’ αυτόν τον κόσμον υπαντρεύτηκα [νέι] και πήρα φραγκοπούλαν που ήταν μάισσα Μαεύ’ όλιον τον κόσμον και την θάλασσαν Εμάεψεν κι εμέναν τον ξένον τον αλόξενον
Κείμενο | Επεξήγηση | Ετυμ. Ρίζα | Προέλευση |
---|---|---|---|
αλόξενον | εντελώς ξένο, απομακρυσμένο | με τροπή του ο σε α, από το όλος + ξένος | |
ανεγνώριμα | μη γνώριμα, άγνωστα, ξένα | ||
ανεγνώριμε | μη γνώριμε, άγνωστε | ||
γιαρ | αγαπητός/ή/ό, αγάπη | yâr | |
εμάεψεν | μάγεψε | ||
μαεύ’ | μαγεύει | ||
μάισσα | μάγισσα | ||
όλιον | όλο, ολόκληρο |