.
.
Τραγούδια του Πόντου | Ηχογραφήσεις του 1930 (Αρχείο Μέλπως Μερλιέ)

Τραγούδι του φουκαρά

Στιχουργοί
Συνθέτες
Τραγούδι του φουκαρά
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Όνταν έμ’νε εγώ μικρός
έμ’ και πολλά καρδι͜ακός
’Κ’ εφοούμ’νε ’ς σα θηρία,
νι͜ά αρκούδι͜α, νι͜ά σ̌κυλία

Αρ’ εξέρετε, παιδία,
ντ’ εποίκα ’γώ την δουλείαν
Αρ’ εχπάστα και -ν- επήγα
σην καϊβι͜άν και του Πιστόφ’

Αρ’ εκαικά -ν- εκάτσα
είπ’ ατονε φιλικά
«Φέρ’ έναν οκάν ρακόπον
και έναν οκάν κρασόπον»

Έμπρι͜α μ’ έναν στόλ’ εθέκεν
κι εμέν μαναχόν εφέκεν
Αρ’ είπε με «φά’ και πία,
έχομε πολλά ρακία»

’Κι ξέρω πόσον έπα
και εσ’κώθα¹ και -ν- ευχέθα
«Τάη,» είπα, «ο Θεός
να χαρί͜ει σε και τον γιο σ’!»

«Ντό λες» είπε με, «καημένε;
Τραγωδείς, τσ̌ιλτουρεμένε;
Αγλήγορα τα παράδας,
θα ’φτάγω σε χ̌ίλ’ παρτσ̌άδας!¹»

Εχάλασα σο τσ̌επόπο μ’
κι εύρα έναν καπεκόπον
Έπλωσα ’τον την παράν
με έναν τρανόν χαράν

-Έπες κρασίν βαρελέας
και μέλ’ τρία πουλουλέας
και κεράσ̌ι͜α τρία τάγια
κι εκατόν πενήντα τσ̌άγι͜α
και δί’ς με έναν καπέκ’;
Τέρ’ εσύ και τον κιοπέκ’!
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αγλήγοραγρήγορα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατονεαυτόν
βαρελέαςμε τα βαρέλια, βαρελιές
δί’ςδίνεις
δουλείανδουλειά
εθέκενέθεσε, τοποθέτησε, έβαλε
εκαικάεκεί κοντά ακριβώς, εκεί κάτω
εκάτσακάθισα
έμ’ήμουν
έμ’νεήμουν
έμπρι͜αμπροστά ἐμπρός
εξέρετεξέρετε, γνωρίζετε
έπαήπια
έπεςήπιες
έπλωσαάπλωσα, έτεινα
εποίκαέκανα, έφτιαξα ποιέω-ῶ
εσ’κώθασηκώθηκα
εύραβρήκα, (ιδιωμ. προστ.) βρες
ευχέθαευχήθηκα
εφέκενάφησε
εφοούμ’νεφοβόμουν
εχάλασαχάλασα, έχωσα το χέρι
έχομεέχουμε
εχπάστααναχώρησα, κίνησα για
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καϊβι͜άνκαφέ, καφενείο kahve
καπέκ’καπίκι, νόμισμα της εποχής ισοδύναμο με 1/100 του ρουβλίου kapik/копейка
καπεκόπον(υποκορ.) καπίκι, νόμισμα της εποχής ισοδύναμο με 1/100 του ρουβλίου kapik/копейка + -όπον
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιοπέκ’σκύλο, μτφ. αχρείο köpek
κρασόπονκρασάκι
μαναχόν(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
μέλ’μέλι
νι͜άούτε ne
οκάνοθωμανική μονάδα μέτρησης μάζας (ισοδύναμη με 1,2829 κιλά) okka
όντανόταν
παιδίαπαιδιά
παράδαςχρήματα, λεφτά para/pāre
παράνλεφτά, το χρήμα para/pāre
παρτσ̌άδαςκομμάτια parça/pārçe
πία(προστ.) πιες
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
πουλουλέαςπιθάρια
ρακία(πληθ.) αλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση φρούτων ή στεμφύλων φρούτων rakı/ˁaraḳī
ρακόπον(υποκορ.) αλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση φρούτων ή στεμφύλων φρούτων rakı/ˁaraḳī + -όπον
’ς(ας) από
στόλ’τραπέζι стол
τάγιατροφές ζώων, μερίδες τροφής ζώων τάσσω/τάττω
τάηθείο! dayı
τέρ’(προστ.) κοίταξε
’τοναυτόν
τραγωδείςτραγουδάς
τσ̌επόποτσεπούλα cep/ceyb
τσ̌ιλτουρεμένετρελαμένε, τρελέ çıldırmış
φά’(προστ.) φάε
φέρ’φέρνω/ει
’φτάγω(ευτάγω) κάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
χ̌ίλ’χίλιοι/ες/ια
χαρί͜ειχαρίζει
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αγλήγοραγρήγορα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατονεαυτόν
βαρελέαςμε τα βαρέλια, βαρελιές
δί’ςδίνεις
δουλείανδουλειά
εθέκενέθεσε, τοποθέτησε, έβαλε
εκαικάεκεί κοντά ακριβώς, εκεί κάτω
εκάτσακάθισα
έμ’ήμουν
έμ’νεήμουν
έμπρι͜αμπροστά ἐμπρός
εξέρετεξέρετε, γνωρίζετε
έπαήπια
έπεςήπιες
έπλωσαάπλωσα, έτεινα
εποίκαέκανα, έφτιαξα ποιέω-ῶ
εσ’κώθασηκώθηκα
εύραβρήκα, (ιδιωμ. προστ.) βρες
ευχέθαευχήθηκα
εφέκενάφησε
εφοούμ’νεφοβόμουν
εχάλασαχάλασα, έχωσα το χέρι
έχομεέχουμε
εχπάστααναχώρησα, κίνησα για
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καϊβι͜άνκαφέ, καφενείο kahve
καπέκ’καπίκι, νόμισμα της εποχής ισοδύναμο με 1/100 του ρουβλίου kapik/копейка
καπεκόπον(υποκορ.) καπίκι, νόμισμα της εποχής ισοδύναμο με 1/100 του ρουβλίου kapik/копейка + -όπον
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιοπέκ’σκύλο, μτφ. αχρείο köpek
κρασόπονκρασάκι
μαναχόν(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
μέλ’μέλι
νι͜άούτε ne
οκάνοθωμανική μονάδα μέτρησης μάζας (ισοδύναμη με 1,2829 κιλά) okka
όντανόταν
παιδίαπαιδιά
παράδαςχρήματα, λεφτά para/pāre
παράνλεφτά, το χρήμα para/pāre
παρτσ̌άδαςκομμάτια parça/pārçe
πία(προστ.) πιες
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
πουλουλέαςπιθάρια
ρακία(πληθ.) αλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση φρούτων ή στεμφύλων φρούτων rakı/ˁaraḳī
ρακόπον(υποκορ.) αλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση φρούτων ή στεμφύλων φρούτων rakı/ˁaraḳī + -όπον
’ς(ας) από
στόλ’τραπέζι стол
τάγιατροφές ζώων, μερίδες τροφής ζώων τάσσω/τάττω
τάηθείο! dayı
τέρ’(προστ.) κοίταξε
’τοναυτόν
τραγωδείςτραγουδάς
τσ̌επόποτσεπούλα cep/ceyb
τσ̌ιλτουρεμένετρελαμένε, τρελέ çıldırmış
φά’(προστ.) φάε
φέρ’φέρνω/ει
’φτάγω(ευτάγω) κάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
χ̌ίλ’χίλιοι/ες/ια
χαρί͜ειχαρίζει
Τραγούδι του φουκαρά
Σημειώσεις
¹ Ακούγεται να τραγουδάει κάτι άλλο πιθ. εκ παραδρομής

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr