.
.
Ρωμαίϊκα τραγωδίας

Τ’ αρνόπο μ’ εβοτάνιζεν

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Τ’ αρνόπο μ’ εβοτάνιζεν
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Τ’ αρνόπο μ’ εβοτάνιζεν
κι εγώ -ν- επενερύν’να [γιάβρι μ’, πουλί μ’]
Τα κόκκινα τα μαγ’λόπα τ’ς
εκλίσκουμ’ κα’ κι εφίλ’να [έλα, έλα/γιαρ, γιαρ]

Εσύ κορτσόπον έμορφον,
νασάν που θ’ απαντά σε [έλα, έλα/γιαρ, γιαρ]
Νασάν π’ ευρήκ’ σε μαναχόν,
φιλεί, φιλεί, χορτά͜ει σε [γιάβρι μ’, πουλί μ’/γιαρ, γιαρ]

Αρ’ είσαι πολλά έμορφον
και πολλά φωταγμένον [έλα, έλα/γιαρ, γιαρ]
Το πόι σ’ εροθύμεσα
ντο έμ’νε αγκαλιασμένον [έλα, έλα/γιαρ, γιαρ]

Ας σο χωρίον έρχουμαι,
σην Τραπεζούνταν πάω [γιάβρι μ’, πουλί μ’/γιαρ, γιαρ]
Πέει με ντό θέλτς να φέρω σε
την καρδία σ’ ν’ ευτάω; [γιάβρι μ’, πουλί μ’/γιαρ, γιαρ]

Γράψον τα τραγωδίας ι-μ’
και μη λυπάσαι κόπον [έλα, έλα/γιαρ, γιαρ]
Κάποτε θ’ έρ’ται έναν καιρός
και θα πιάν’νε τόπον [έλα, έλα/γιαρ, γιαρ]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
απαντάαπαντάει, συναντάει
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
γιάβριμωρό, μικρό, παιδί yavru
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
γράψονγράψε
εβοτάνιζενβοτάνιζε, έβγαζε τ’ αγριόχορτα από καλλιέργειες σιτηρών
εκλίσκουμ’έσκυβα
έμ’νεήμουν
έμορφονόμορφο
επενερύν’νααραίωνα κτ
εροθύμεσανοστάλγησα
έρ’ταιέρχεται
έρχουμαιέρχομαι
ευρήκ’βρίσκω/ει
ευτάωκάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
εφίλ’ναφιλούσα
θέλτςθέλεις
κα’κάτω
κορτσόπονκοριτσάκι
μαγ’λόπαμαγουλάκια magulum
μαναχόν(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
νασάνχαρά σε
πέει(προστ.) πες
πιάν’νεπιάνουν
πόιύψος, μπόι (ανάστημα) boy
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
τραγωδίαςτραγούδια
φωταγμένονφωτισμένο, λαμπερό
χορτά͜ειχορτάζει
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
απαντάαπαντάει, συναντάει
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
γιάβριμωρό, μικρό, παιδί yavru
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
γράψονγράψε
εβοτάνιζενβοτάνιζε, έβγαζε τ’ αγριόχορτα από καλλιέργειες σιτηρών
εκλίσκουμ’έσκυβα
έμ’νεήμουν
έμορφονόμορφο
επενερύν’νααραίωνα κτ
εροθύμεσανοστάλγησα
έρ’ταιέρχεται
έρχουμαιέρχομαι
ευρήκ’βρίσκω/ει
ευτάωκάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
εφίλ’ναφιλούσα
θέλτςθέλεις
κα’κάτω
κορτσόπονκοριτσάκι
μαγ’λόπαμαγουλάκια magulum
μαναχόν(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
νασάνχαρά σε
πέει(προστ.) πες
πιάν’νεπιάνουν
πόιύψος, μπόι (ανάστημα) boy
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
τραγωδίαςτραγούδια
φωταγμένονφωτισμένο, λαμπερό
χορτά͜ειχορτάζει
Τ’ αρνόπο μ’ εβοτάνιζεν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost