.
.
Ση παλαιών τη στράταν

Σα ποδάρι͜α μ’ τα τσ̌άπουλας

Στιχουργοί
Συνθέτες
Σα ποδάρι͜α μ’ τα τσ̌άπουλας
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Σα ποδάρι͜α μ’ τα τσ̌άπουλας,
σα γόνατα μ’ τα μέστι͜α
Νασάν εκείνον που θα ’φτάει
μετ’ εσέν εμπονέστι͜α

Γουρπάν’ και σα στομόδοντας
και τα τριάντα-δύο
Για τ’ έναν ξερόν φίλεμαν
όλιον τον βίο μ’ δίω

Κάποτε φορείς κόκκινα,
κάποτε γερανέα
Έκαψες το καρδόπο μου,
’ποίκες ατο μανέαν

Γιάννε μ’, να ζεις και χ̌αίρεσαι
ντο παί͜εις και τραγωδείς μας
Και με το κεμεντζ̌όπο σου,
εσύ χαρεντερί͜εις μας
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
βίοτο βιος, το σύνολο των ζωντανών που έχει στην ιδιοκτησία του κάποιος, η περιουσία κάποιου
γερανέαγαλάζια
γουρπάν’θυσία kurban/ḳurbān
δίωδίνω
εμπονέστι͜ατελευταία μέρα πριν την έναρξη της Σαρακοστής, έθιμο της Αποκριάς κατά το οποίο γινόταν μεγάλο φαγοπότι εμβαίνω εις την νηστείαν
καρδόποκαρδούλα
κεμεντζ̌όπο(υποκορ.) λύρα kemençe/kemānçe
μανέανκαπνιά, μαυρισμένος/η/ο από καπνιά
μέστι͜αείδος δερμάτινων ευκολοφόρετων παπουτσιών χωρίς τακούνι, με μαλακή και εύκαμπτη σόλα, γνωστά για το απλό σχεδιασμό τους mest/mesḥ
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
νασάνχαρά σε
όλιονόλο, ολόκληρο
παί͜ειςπαίζεις
ποδάρι͜απόδια
’ποίκες(εποίκες) έκανες, έφτιαξες ποιέω-ῶ
τραγωδείςτραγουδάς
τσ̌άπουλαςανδρικά υποδήματα çapul
φίλεμανφιλί
φορείςφοράς
’φτάει(ευτάει) κάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
χαρεντερί͜ειςχαροποιείς, ψυχαγωγείς
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
βίοτο βιος, το σύνολο των ζωντανών που έχει στην ιδιοκτησία του κάποιος, η περιουσία κάποιου
γερανέαγαλάζια
γουρπάν’θυσία kurban/ḳurbān
δίωδίνω
εμπονέστι͜ατελευταία μέρα πριν την έναρξη της Σαρακοστής, έθιμο της Αποκριάς κατά το οποίο γινόταν μεγάλο φαγοπότι εμβαίνω εις την νηστείαν
καρδόποκαρδούλα
κεμεντζ̌όπο(υποκορ.) λύρα kemençe/kemānçe
μανέανκαπνιά, μαυρισμένος/η/ο από καπνιά
μέστι͜αείδος δερμάτινων ευκολοφόρετων παπουτσιών χωρίς τακούνι, με μαλακή και εύκαμπτη σόλα, γνωστά για το απλό σχεδιασμό τους mest/mesḥ
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
νασάνχαρά σε
όλιονόλο, ολόκληρο
παί͜ειςπαίζεις
ποδάρι͜απόδια
’ποίκες(εποίκες) έκανες, έφτιαξες ποιέω-ῶ
τραγωδείςτραγουδάς
τσ̌άπουλαςανδρικά υποδήματα çapul
φίλεμανφιλί
φορείςφοράς
’φτάει(ευτάει) κάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
χαρεντερί͜ειςχαροποιείς, ψυχαγωγείς
Σα ποδάρι͜α μ’ τα τσ̌άπουλας

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr