.
.
Μουσικό αρχείο του Πόντου

Τραγούδι του γάμου

Στιχουργοί
Συνθέτες
Τραγούδι του γάμου
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Εχπάσταν και σο Τσ̌άμπασ̌ιν
τ’ Ορτούς τα παλληκάρι͜α
κι ερρούξαν αποπίσ’ ατουν,
κορτσόπα και νυφάδι͜α

Αρ’ αχά ξαν, αρ’ αχά ξαν
και τα πετεινάρι͜α εκούξαν
κι ατά τα σ̌κυλοκόριτσα
αποπίσ’ ι-μ’ ερρούξαν
κι άμον νοσακόπα εκούξαν
Αρ’ αέτσ’ πως έν’ καλόν έν’
καλόν έν’, καλόν έν’

Άλλο ’κι πάγω σον παρχάρ’
κι άλλο ’κι παρχαρεύω
Άλλο ’κι λέγω και γελώ
κι άλλο ’κι μασχαρεύω

Αρ’ αχά ξαν, αρ’ αχά ξαν
και τα πετεινάρι͜α εκούξαν
κι ατά τα σ̌κυλοκόριτσα
αποπίσ’ ι-μ’ ερρούξαν
κι άμον νοσσακόπα εκούξαν
Αρ’ αέτσ’ πως έν’ καλόν έν’
καλόν έν’, καλόν έν’

Τρανόν χορόν γουρεύκεται
απάν’ σην πεδιάδαν
Έχ̌’ κι έρχουνταν τα κορτσόπα,
έχ̌’ κι έρ’ταν τα νυφάδι͜α

Αρ’ αχά ξαν, αρ’ αχά ξαν
και τα πετεινάρι͜α εκούξαν
κι ατά τα σ̌κυλοκόριτσα
αποπίσ’ ι-μ’ ερρούξαν
κι άμον νοσακόπα εκούξαν
Αρ’ αέτσ’ πως έν’ καλόν έν’
καλόν έν’, καλόν έν’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αέτσ’έτσι
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απάν’πάνω
αποπίσ’από πίσω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατάαυτά
ατουντους
γουρεύκεταιστήνεται, τακτοποιείται, οργανώνεται, μτφ. ορθοποδεί kurmak
εκούξανφώναξαν, λάλησαν, κάλεσαν κπ ονομαστικά
έν’είναι
ερρούξανέπεσαν
έρ’τανέρχονται
έρχουντανέρχονται
έχ̌’έχει
έχ̌’ κι έρχουντανείναι στον ερχομό
εχπάσταναναχώρησαν, κίνησαν για
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κορτσόπακοριτσάκια
μασχαρεύωαστειεύομαι, διακωμωδώ maskara/masḫara
νοσσακόπακλωσσοπουλάκια
νυφάδι͜ανύφες
ξανπάλι, ξανά
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
παρχαρεύωπαραθερίζω σε θερινό βοσκότοπο (παρχάρι)
πετεινάρι͜α(υποκορ.) πετεινοί
Τσ̌άμπασ̌ινπαρχάρι των Κοτυώρων του Πόντου (σημ. Ordu) στα ΝΑ της σημερινής επαρχίας Ορντού πολύ κοντά στα σύνορα με την επαρχία Κερασούντας Çambaşı (κυρ. Πευκοκορφή)
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αέτσ’έτσι
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απάν’πάνω
αποπίσ’από πίσω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατάαυτά
ατουντους
γουρεύκεταιστήνεται, τακτοποιείται, οργανώνεται, μτφ. ορθοποδεί kurmak
εκούξανφώναξαν, λάλησαν, κάλεσαν κπ ονομαστικά
έν’είναι
ερρούξανέπεσαν
έρ’τανέρχονται
έρχουντανέρχονται
έχ̌’έχει
έχ̌’ κι έρχουντανείναι στον ερχομό
εχπάσταναναχώρησαν, κίνησαν για
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κορτσόπακοριτσάκια
μασχαρεύωαστειεύομαι, διακωμωδώ maskara/masḫara
νοσσακόπακλωσσοπουλάκια
νυφάδι͜ανύφες
ξανπάλι, ξανά
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
παρχαρεύωπαραθερίζω σε θερινό βοσκότοπο (παρχάρι)
πετεινάρι͜α(υποκορ.) πετεινοί
Τσ̌άμπασ̌ινπαρχάρι των Κοτυώρων του Πόντου (σημ. Ordu) στα ΝΑ της σημερινής επαρχίας Ορντού πολύ κοντά στα σύνορα με την επαρχία Κερασούντας Çambaşı (κυρ. Πευκοκορφή)
Τραγούδι του γάμου

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr