.
.
Αγγείου Τικ/Κατήβα σον Διπόταμον

Κατήβα σον Διπόταμον

Στιχουργοί
Συνθέτες
Κατήβα σον Διπόταμον
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Κατήβα σον Διπόταμον,
τέρεν πώς πάει το ρέμα
Έκαψες το καρδόπο μου,
αφορισμένον γαίμα

Έκαψες το καρδόπο μου,
’ποίκες ατο μανέαν
Τον ήλιον αίμαν να ελέπ’ς,
την γην σκοτεινι͜ασέαν

Εσέναν την παντέμορφον
να είχαν μετ’ εμένα
Άλλο ’κ’ εξενιτεύκουμ’νε
και σα μακρά ’κ’ επέγ’να

Που καλατσ̌εύ’ σε ’κι νυστάζ’,
π’ ελέπ’ σε ’κι κοιμάται
Και μετ’ εσέν ση χαμονήν
ους το πουρνόν πάει χάται
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αφορισμένοναφορισμένο, αναθεματισμένο
γαίμααίμα
ελέπ’βλέπει/βλέπω
ελέπ’ςβλέπεις
εξενιτεύκουμ’νεξενιτευόμουν
επέγ’ναπήγαινα
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καλατσ̌εύ’μιλάω/ει, συνομιλώ/ει, συζητώ/άει keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
καρδόποκαρδούλα
κατήβα(προστ.) κατέβα
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
μανέανκαπνιά, μαυρισμένος/η/ο από καπνιά
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
ουςως, μέχρι
παντέμορφονπανέμορφο/η
’ποίκες(εποίκες) έκανες, έφτιαξες ποιέω-ῶ
πουρνόνπρωί, πρωινό, επαύριον
σκοτεινι͜ασέανσκοτεινιά
τέρεν(προστ.) κοίταξε
χαμονήνχαμό, όλεθρο
χάταιχάνεται
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αφορισμένοναφορισμένο, αναθεματισμένο
γαίμααίμα
ελέπ’βλέπει/βλέπω
ελέπ’ςβλέπεις
εξενιτεύκουμ’νεξενιτευόμουν
επέγ’ναπήγαινα
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καλατσ̌εύ’μιλάω/ει, συνομιλώ/ει, συζητώ/άει keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
καρδόποκαρδούλα
κατήβα(προστ.) κατέβα
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
μανέανκαπνιά, μαυρισμένος/η/ο από καπνιά
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
ουςως, μέχρι
παντέμορφονπανέμορφο/η
’ποίκες(εποίκες) έκανες, έφτιαξες ποιέω-ῶ
πουρνόνπρωί, πρωινό, επαύριον
σκοτεινι͜ασέανσκοτεινιά
τέρεν(προστ.) κοίταξε
χαμονήνχαμό, όλεθρο
χάταιχάνεται
Κατήβα σον Διπόταμον

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr