.
.
Ο ουρανόν εψήλανεν (Βραστινέτ’κον)

Ο ουρανόν εψήλανεν (Βραστινέτ’κον)

Στιχουργοί
Συνθέτες
Ο ουρανόν εψήλανεν (Βραστινέτ’κον)
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Ο ουρανόν εψήλανεν
ας σ’ εσά τ’ αμαρτίας
Τογρίν εγάπ’ γιατί ’κι βάλλτς,
πουλόπο μ’, σην καρδία σ’;

Τ’ εσόν εγάπ’ έν’ ερετίν,
άμον ξερόν κλαδόπον
Φοούμαι θα κουράεται
και τυραννίζ’ το ψ̌όπο μ’

Αγάπα τηνάν αγαπάς,
εμέναν απιδέβα
Αρ’ άφ’ς -ι με -ν- ας καίουμαι
και σ’ άψιμον ντ’ εσέβα

Άμον το χ̌εροκόσκινο σ’
σα χ̌ερόπα σ’ ευρέθα
’Κι ταγιανίζω, πουλόπο μ’,
αρ’ έρθα κι ετελέθα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αμαρτίας(ον.πληθ., τα) αμαρτίες
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απιδέβα(προστ.) φύγε, άφησε πίσω, ξεπέρασε, προσπέρασε από + διαβαίνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
άφ’ς(προστ.) άφησε
άψιμονφωτιά
βάλλτςβάζεις
εγάπ’αγάπη
έν’είναι
ερετίνετοιμόρροπο, πρόχειρα τοποθετημένο, άβολα βαλμένο, (επιρρ.) ασταθώς, πρόχειρα eğreti<ˁāriyyatī (عاريتي)
έρθαήρθα
εσάδικά σου/σας
εσέβαμπήκα
εσόνδικός/ή/ό σου
ετελέθα(αμτβ.) τελείωσα, εξαντλήθηκα, μτφ. πέθανα
ευρέθαβρέθηκα
εψήλανενψήλωσε
καίουμαικαίγομαι
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλαδόπονκλαδάκι, μτφ. απόγονος
κουράεταισπάει, διπλώνεται kırmak
πουλόποπουλάκι
ταγιανίζωαντέχω, βαστάω, υπομένω dayanmak
τηνάναυτόν/ην που
τογρίναληθινό, ίσιο, ευθύ, σωστό doğru
τυραννίζ’τυραννάει, ταλαιπωρεί
φοούμαιφοβάμαι
χ̌ερόπαχεράκια
ψ̌όποψυχούλα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αμαρτίας(ον.πληθ., τα) αμαρτίες
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απιδέβα(προστ.) φύγε, άφησε πίσω, ξεπέρασε, προσπέρασε από + διαβαίνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
άφ’ς(προστ.) άφησε
άψιμονφωτιά
βάλλτςβάζεις
εγάπ’αγάπη
έν’είναι
ερετίνετοιμόρροπο, πρόχειρα τοποθετημένο, άβολα βαλμένο, (επιρρ.) ασταθώς, πρόχειρα eğreti<ˁāriyyatī (عاريتي)
έρθαήρθα
εσάδικά σου/σας
εσέβαμπήκα
εσόνδικός/ή/ό σου
ετελέθα(αμτβ.) τελείωσα, εξαντλήθηκα, μτφ. πέθανα
ευρέθαβρέθηκα
εψήλανενψήλωσε
καίουμαικαίγομαι
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλαδόπονκλαδάκι, μτφ. απόγονος
κουράεταισπάει, διπλώνεται kırmak
πουλόποπουλάκι
ταγιανίζωαντέχω, βαστάω, υπομένω dayanmak
τηνάναυτόν/ην που
τογρίναληθινό, ίσιο, ευθύ, σωστό doğru
τυραννίζ’τυραννάει, ταλαιπωρεί
φοούμαιφοβάμαι
χ̌ερόπαχεράκια
ψ̌όποψυχούλα
Ο ουρανόν εψήλανεν (Βραστινέτ’κον)
Σημειώσεις
Α’ δίστιχο: Γιάννης Παπαγερίδης
Β’ & Γ’ δίστιχα: Παραδοσιακά
Δ’ δίστιχο: Γιάννης Βασιλειάδης (Τραντέλλενας)

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr