.
.
Εκάεν και το Τσ̌άμπασ̌ιν/Την μάνα σ’ τιδέν μη λες

Εκάεν και το Τσ̌άμπασ̌ιν

Στιχουργοί
Συνθέτες
Εκάεν και το Τσ̌άμπασ̌ιν
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Εκάεν και το Τσ̌άμπασ̌ιν
κι επέμ’ναν τα τουβάρα̤
[γιαρ, γιαρ, αμάν]
Και -ν- ερρούξαν σο γουρτάρεμαν
τ’ Ορτούς τα παλληκάρα̤
[ωφ, ωφ, αμάν]

Haydı, haydı, gidelim
bizim odaya¹
Θα σε πάρω και θα φύγω,
μα την Παναγιά!

Έναν είσαι και μοναχόν
και τίναν να κανείσαι;
[γιαρ, γιαρ, αμάν]
Αν φιλώ σε, αρ’ μαραίνεσαι,
αν δάκω σε, τελείσαι
[ωφ, ωφ, αμάν]

Haydı, haydı, gidelim
bizim odaya¹
Θα σε πάρω και θα φύγω,
μα την Παναγιά!

Έλα, πουλί μ’, έλα, γιαβρί μ’,
έλα, μη τυραννί͜εις με
[γιαρ, γιαρ, αμάν]
Τ’ εμόν η ψ̌η ολίγον έν’,
εβγαίν’ κι άλλο ’κ’ ευρήκ’ς με
[ωφ, ωφ, αμάν]

Haydı, haydı, gidelim
bizim odaya¹
Θα σε πάρω και θα φύγω,
μα την Παναγιά!
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
γιαβρίμωρό, μικρό, παιδί yavru
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
γουρτάρεμανσώσιμο, διάσωση kurtarma
δάκωδαγκώνω
εβγαίν’βγαίνει
εκάενκάηκε
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έν’είναι
επέμ’ναναπόμειναν
ερρούξανέπεσαν
ευρήκ’ςβρίσκεις
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κανείσαιαρκείς, είσαι αρκετός/ή
ολίγονλίγο
παλληκάρα̤παλληκάρια παλληκάριον<πάλληξ, πάλλαξ
τελείσαιτελειώνεις, εξαντλείσαι
τίνανποιον/α
τουβάρα̤τοίχοι duvar/dīvār
Τσ̌άμπασ̌ινπαρχάρι των Κοτυώρων του Πόντου (σημ. Ordu) στα ΝΑ της σημερινής επαρχίας Ορντού πολύ κοντά στα σύνορα με την επαρχία Κερασούντας Çambaşı (κυρ. Πευκοκορφή)
τυραννί͜ειςτυραννάς, ταλαιπωρείς
ψ̌ηψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
γιαβρίμωρό, μικρό, παιδί yavru
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
γουρτάρεμανσώσιμο, διάσωση kurtarma
δάκωδαγκώνω
εβγαίν’βγαίνει
εκάενκάηκε
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έν’είναι
επέμ’ναναπόμειναν
ερρούξανέπεσαν
ευρήκ’ςβρίσκεις
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κανείσαιαρκείς, είσαι αρκετός/ή
ολίγονλίγο
παλληκάρα̤παλληκάρια παλληκάριον<πάλληξ, πάλλαξ
τελείσαιτελειώνεις, εξαντλείσαι
τίνανποιον/α
τουβάρα̤τοίχοι duvar/dīvār
Τσ̌άμπασ̌ινπαρχάρι των Κοτυώρων του Πόντου (σημ. Ordu) στα ΝΑ της σημερινής επαρχίας Ορντού πολύ κοντά στα σύνορα με την επαρχία Κερασούντας Çambaşı (κυρ. Πευκοκορφή)
τυραννί͜ειςτυραννάς, ταλαιπωρείς
ψ̌ηψυχή
Εκάεν και το Τσ̌άμπασ̌ιν
Σημειώσεις
¹ Άντε, άντε, πάμε στο δωμάτιό μας!

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr