.
.
Τα Ποντιακά - Έλληνες & Ινδοί 4

Έταιρον κι η λυγερή

Στιχουργοί
Συνθέτες
Έταιρον κι η λυγερή
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Έταιρον κι η λυγερή
πάν’ όλιον τον ποταμόν
Έταιρον επέρνιξεν
λυγερή ’κ’ επόρεσεν

-Πέρνιξον με, Έταιρε,
το βραχ̌ι͜άλι μ’ δίγω σε
-Το βραχ̌ι͜άλι σ’ ’κι θέλω,
άλλο τάμαν τάξον με

-Πέρνιξον με -ν-, Έταιρε,
το ζωνάρι μ’ δίγω σε
-Το ζωνάρι σ’ ’κι θέλω,
άλλο τάμαν τάξον με

Ας σην ψ̌η μ’ κι άλλο πολλά
τ’ άλλα όλια δίγω σε
Ας σο χ̌έρ’ επέρπαξεν
κι ατέν πέραν έσυρεν 

-Αρ’ δος, κόρ’, ντο έταξες
και ντ’ εσυνετάγαμε
Ακεί πέραν κόμι͜α είν’
πάω εκεί και δίγω σε
Ακεί πέραν ραχ̌ι͜ά είν’
πάω εκεί και δίγω σε

-Έρθαμε κι εξέρθαμε
κι εξεκαμπανίσταμε
Αρ’ δος, κόρ’, ντο έταξες
και ντ’ εσυνετάγαμε

-Δέξτε͜ ατον τη σ̌κύλ’ τον γιον!
Εγώ ’δέν ’κι δίγ’ ατον! (x3)

-Δέξτε͜ ατον τη σ̌κύλ’ τον γιον!
Εγώ ’δέν ’κι δίγ’ ατον! (x3)
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
ακείεκεί
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
ατέναυτήν
βραχ̌ι͜άλιβραχιόλι βραχιάλιον<bracchiale<βραχίων
’δέντίποτα
δέξτε(προστ.) διώξτε
δίγ’δίνω
δίγωδίνω
δοςδώσε
είν’(για πληθ.) είναι
εξεκαμπανίσταμεαπομακρυνθήκαμε πολύ, ξεμακραίναμε
εξέρθαμεφτάσαμε
επέρνιξενδιέσχισε, πέρασε απέναντι
επέρπαξενάρπαξε
επόρεσενμπόρεσε
έρθαμεήρθαμε
εσυνετάγαμεσυμφωνήσαμε, συνταχθήκαμε
έσυρενέσυρε, τράβηξε, έριξε
έταιρεσύντροφε! συνοδοιπόρε!
έταιρονσύντροφος, συνοδοιπόρος
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κι άλλο πολλάπερισσότερο, παραπάνω
κόμι͜αστάνες, αχυρώνες, αγροκτήματα kom<գոմ (ή/και) εκ των κώμη, kūmh (περσ.)=περίφραξη, κλουβί
όλιαόλα
όλιονόλο, ολόκληρο
πέρνιξον(προστ.) διέσχισε, πέρασε απέναντι
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
ραχ̌ι͜άράχες, βουνά
σ̌κύλ’(γεν.) σκύλου
τάξον(προστ.) τάξε
χ̌έρ’χέρι
ψ̌ηψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
ακείεκεί
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
ατέναυτήν
βραχ̌ι͜άλιβραχιόλι βραχιάλιον<bracchiale<βραχίων
’δέντίποτα
δέξτε(προστ.) διώξτε
δίγ’δίνω
δίγωδίνω
δοςδώσε
είν’(για πληθ.) είναι
εξεκαμπανίσταμεαπομακρυνθήκαμε πολύ, ξεμακραίναμε
εξέρθαμεφτάσαμε
επέρνιξενδιέσχισε, πέρασε απέναντι
επέρπαξενάρπαξε
επόρεσενμπόρεσε
έρθαμεήρθαμε
εσυνετάγαμεσυμφωνήσαμε, συνταχθήκαμε
έσυρενέσυρε, τράβηξε, έριξε
έταιρεσύντροφε! συνοδοιπόρε!
έταιρονσύντροφος, συνοδοιπόρος
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κι άλλο πολλάπερισσότερο, παραπάνω
κόμι͜αστάνες, αχυρώνες, αγροκτήματα kom<գոմ (ή/και) εκ των κώμη, kūmh (περσ.)=περίφραξη, κλουβί
όλιαόλα
όλιονόλο, ολόκληρο
πέρνιξον(προστ.) διέσχισε, πέρασε απέναντι
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
ραχ̌ι͜άράχες, βουνά
σ̌κύλ’(γεν.) σκύλου
τάξον(προστ.) τάξε
χ̌έρ’χέρι
ψ̌ηψυχή
Έταιρον κι η λυγερή

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr