Ποντιακός Στίχος

Προβολή Τραγουδιού

Κατεβάστε τους στίχους σε PDF

Μακρύν φοτάν

Στα χνάρια της ΡωμανίαςΣτα χνάρια της Ρωμανίας

Στιχουργοί: Παραδοσιακό

Συνθέτες: Παραδοσιακό

Καλλιτέχνες: Κώστας Παναγιωτίδης, Χρήστος Παναγιωτίδης


Μακρύν φοτάν μη ζώσ̌κεσαι,
μακρύν έν’ συμποδί͜ει σε
Τ’ ομμάτι͜α μ’ να λελεύ’νε σε,
η ψ̌η μ’ να ποδεδί͜ει σε

Άμε, μάνα, άμε, μάνα,
άμε αλήγορα κι έλα
Τη θάλασσαν ποίσον στράταν,
τ’ αρνόπο μ’ έπαρ’ κι έλα

Η φοτά σ’ κοσ̌κινίεται
άμον ταραπουλούζι¹
Χ̌ίλια κομμάτι͜α ’ίνεται
ας σο τσ̌αλίμ’ σ’ που ρούζει

Άμε, μάνα, άμε, μάνα,
άμε αλήγορα κι έλα
Τη θάλασσαν ποίσον στράταν,
τ’ αρνόπο μ’ έπαρ’ κι έλα

Τα λετσ̌εκόπα σ’ δύο είν’,
κίτρινα και πολίτ’κα
Τα μαγουλόπα σ’ κόκκινα,
άμον Ανεφορίτ’κα

Άμε, μάνα, άμε, μάνα,
άμε αλήγορα κι έλα
Τη θάλασσαν ποίσον στράταν,
τ’ αρνόπο μ’ έπαρ’ κι έλα
Γλωσσάρι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αλήγοραγρήγορα
άμε(προστ.) σύρε, πήγαινε
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
Ανεφορίτ’κααυτά που είναι από την Ανεφορίαν (νότια ορεινή πλευρά της οροσειράς του Παρυάδρη)
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
είν’(για πληθ.) είναι
έν’είναι
έπαρ’(προστ.) πάρε
ζώσ̌κεσαιζώνεσαι, φοράς πάνω σου ζώννυμι
’ίνεταιγίνεται
κοσ̌κινίεταικοσκινίζεται, κουνιέται σαν κόσκινο κόσκινον
λελεύ’νεχαίρονται
λετσ̌εκόπα(υποκορ.) γυναικεία μαντίλια που χρησίμευαν ως κάλυμμα κεφαλής δεμένα σε σχήμα τριγώνου leçek<laçak
μαγουλόπαμαγουλάκια
ομμάτι͜αμάτια
ποδεδί͜ει(ενεργ. και μέση) χαίρεται, απολαμβάνει, προσκυνάει από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
πολίτ’κααυτά που είναι από την Πόλη
ρούζειπέφτει
συμποδί͜εικάνει κπ να σκοντάψει/παραπατήσει
ταραπουλούζιμεταξωτό ζωνάρι το οποίο στην ύφανσή του έβγαζε κάθετες και οριζόντιες ραβδώσεις με αποτέλεσμα να σχηματίζεται καρό Tirebolu<Τρίπολη
τσ̌αλίμ’επιδέξια κίνηση (σε χορό κ.ά.), σκέρτσο, κάμωμα çalım
φοτάμέρος γυναικείας ενδυμασίας που έμπαινε πάνω από το λαχόρι, το ζωνάρι το οποίο έδεναν οι γυναίκες τριγωνικά στη μέση τους πάνω από τη ζιπούνα, γεν. ποδιά futa
φοτάνμέρος γυναικείας ενδυμασίας που έμπαινε πάνω από το λαχόρι, το ζωνάρι το οποίο έδεναν οι γυναίκες τριγωνικά στη μέση τους πάνω από τη ζιπούνα, γεν. ποδιά futa
ψ̌ηψυχή
Σημειώσεις
¹ Ακούγεται να τραγουδάει πιθ. εκ παραδρομής «ταραπουρνούζι»

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2024

Τραγούδια: 9056 | Albums/Singles: 1426 | Συντελεστές: 1837 | Λήμματα: 15689
Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr