.
.
Ποντιακό γλέντι

Απάν’ σον Άγιον Πνεύματον

Στιχουργοί
Συνθέτες
Απάν’ σον Άγιον Πνεύματον
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Απάν’ σον Άγιον Πνεύματον
κερίν θα πάω άφτω
Είδα ’τεν και κάτ’ έπαθα,
τον κύρ’ν ατ’ς ανάσκαφτω

Αρ’ ατώρα χ̌ερομύλτσον,
βάλεν τράντα βούρας κι άλλο
Χοντρά μ’ ευτάς τ’ αλεύρι͜α,
μετ’ εσέν την πελιά μ’ εύρα!

Α’έρ’ ι-μ’ κι αε-Θόδωρε μ’
τσοι δύ’ς να ποδεδίζω!
Πεκιάρτς να λάσκουμαι έν’ καλό,
γιόξιμ’ να γυναικίζω;

Αρ’ ατώρα χ̌ερομύλτσον,
βάλεν τράντα βούρας κι άλλο
Χοντρά μ’ ευτάς τ’ αλεύρι͜α,
μετ’ εσέν την πελιά μ’ εύρα!
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
Α’έρ’αϊ-Γιώργη
απάν’πάνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατ’ςαυτής, της
ατώρατώρα
άφτωανάβω
βάλεν(προστ.) βάλε
βούρας(τη, γεν. ενικ.) χούφτας, (τα, ονομ. πληθ.) χούφτες vola=η παλάμη του χεριού ή το πέλμα του ποδιού
γιόξιμ’ή μήπως yoksa+μη
γυναικίζωβρίσκω γυναίκα, νυμφεύομαι
δύ’ςδύο
έν’είναι
εύραβρήκα, (ιδιωμ. προστ.) βρες
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
κύρ’νκύρη, πατέρα
λάσκουμαιπεριφέρομαι, τριγυρίζω, περιπλανώμαι ἀλάομαι/ηλάσκω
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
να ποδεδίζωνα χαρώ κπ
πεκιάρτςεργένης, (αιτ. πληθ.) εργένηδες bekâr/bekār
πελιάβάσανο, σκοτούρα bela
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
’τεναυτήν
τράντατριάντα
τσοιτους/τις
χ̌ερομύλτσον(προστ.) άλεσε με τον χερόμυλο
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
Α’έρ’αϊ-Γιώργη
απάν’πάνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατ’ςαυτής, της
ατώρατώρα
άφτωανάβω
βάλεν(προστ.) βάλε
βούρας(τη, γεν. ενικ.) χούφτας, (τα, ονομ. πληθ.) χούφτες vola=η παλάμη του χεριού ή το πέλμα του ποδιού
γιόξιμ’ή μήπως yoksa+μη
γυναικίζωβρίσκω γυναίκα, νυμφεύομαι
δύ’ςδύο
έν’είναι
εύραβρήκα, (ιδιωμ. προστ.) βρες
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
κύρ’νκύρη, πατέρα
λάσκουμαιπεριφέρομαι, τριγυρίζω, περιπλανώμαι ἀλάομαι/ηλάσκω
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
να ποδεδίζωνα χαρώ κπ
πεκιάρτςεργένης, (αιτ. πληθ.) εργένηδες bekâr/bekār
πελιάβάσανο, σκοτούρα bela
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
’τεναυτήν
τράντατριάντα
τσοιτους/τις
χ̌ερομύλτσον(προστ.) άλεσε με τον χερόμυλο
Απάν’ σον Άγιον Πνεύματον

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr