.
.
25 χρόνια Ασλανίδης - 30 χρόνια VASIPAP

Εχ̌ι͜ονίγα, εχ̌ι͜ονίγα

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Εχ̌ι͜ονίγα, εχ̌ι͜ονίγα
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Έναν βούραν τσατσόπα,
λεφτοκαρί’ καντζόπα
Βάλλ’ ατα σην τσέπη μου,
καντουρεύω κορτσόπα

Εχ̌ι͜ονίγα, εχ̌ι͜ονίγα,
αρ’ εγώ -ν- επατουλίγα
Ση Σιναλού την Παναϊάν
τ’ αρνόπο μ’ ετυλίγα

Ατός για τ’ εμέν επλάστεν
κι εγώ είμαι για τ’ ατόν
Για τ’ ατόν τον τραγωδι͜άνον,
τη γερὰς ι-μ’ ο γιατρόν

Εχ̌ι͜ονίγα, εχ̌ι͜ονίγα,
αρ’ εγώ -ν- επατουλίγα
Ση Σιναλού την Παναϊάν
τ’ αρνόπο μ’ ετυλίγα

Όι! ν’ αηλί εμέν, ν’ αηλί,
σο κιφάλι μ’ κάτ’ λαλεί!
Έμορφον πη θα φιλεί,
πάντα θα παρακαλεί

Εχ̌ι͜ονίγα, εχ̌ι͜ονίγα,
αρ’ εγώ -ν- επατουλίγα
Ση Σιναλού την Παναϊάν
τ’ αρνόπο μ’ ετυλίγα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ατααυτά
ατόςαυτός
βάλλ’βάζω/ει
βούρανχούφτα vola=η παλάμη του χεριού ή το πέλμα του ποδιού
γερὰςπληγής yara
έμορφονόμορφο
επατουλίγασκεπάστηκα με νιφάδες χιονιού (πατούλια), χιονίστηκα
επλάστενπλάστηκε, δημιουργήθηκε, εμφανίστηκε
ετυλίγατυλίχθηκα
εχ̌ι͜ονίγαχιονίστηκα
καντζόπακαρποί
καντουρεύωξεγελάω, εξαπατάω, κοροϊδεύω kandırmak
κιφάλικεφάλι
κορτσόπακοριτσάκια
λαλείβγάζει λαλιά, καλεί, αποκαλεί, προσκαλεί, οδηγεί
λεφτοκαρί’λεπτοκαρυάς, φουντουκιάς λεπτο- + κάρυον
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
πηπου
τραγωδι͜άνοντραγουδιστής
τσατσόπαξεροκλάδια θάμνων, φρύγανα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ατααυτά
ατόςαυτός
βάλλ’βάζω/ει
βούρανχούφτα vola=η παλάμη του χεριού ή το πέλμα του ποδιού
γερὰςπληγής yara
έμορφονόμορφο
επατουλίγασκεπάστηκα με νιφάδες χιονιού (πατούλια), χιονίστηκα
επλάστενπλάστηκε, δημιουργήθηκε, εμφανίστηκε
ετυλίγατυλίχθηκα
εχ̌ι͜ονίγαχιονίστηκα
καντζόπακαρποί
καντουρεύωξεγελάω, εξαπατάω, κοροϊδεύω kandırmak
κιφάλικεφάλι
κορτσόπακοριτσάκια
λαλείβγάζει λαλιά, καλεί, αποκαλεί, προσκαλεί, οδηγεί
λεφτοκαρί’λεπτοκαρυάς, φουντουκιάς λεπτο- + κάρυον
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
πηπου
τραγωδι͜άνοντραγουδιστής
τσατσόπαξεροκλάδια θάμνων, φρύγανα
Εχ̌ι͜ονίγα, εχ̌ι͜ονίγα
Σημειώσεις
Φωνητικά: Στάθης & Ανθή Νικολαΐδη

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost