.
.
Κιμιγιάν

Εγώ του καρίπ’ το πουλίν

Εγώ του καρίπ’ το πουλίν
fullscreen
Εγώ του καρίπ’ το πουλίν,
τη χ̌έρας το γεσίρι
Τα στράτας ι-μ’ εκόπανε
ας σον Άεν-Βασίλη
 
Θεόν κι η ψ̌η μ’ εξέρ’ α̤το,
άνθρωπος ’κ’ εγροικά ’το
Φαρμάκ’ το δάκρυ μ’ για τ’ εσέν,
πουλί μ’, αναθεμά ’το
 
Την πόρτα σ’ άφ’ς ακράνοιχτον,
το φως κατηβασμένον
Σ’ εσόν τ’ οσπίτ’ ντο θα εμπαίν’
να έν’ αφορισμένον
 
Εποίκες με τσούνας κουτάβ’
το ψωμίν να γυρεύω
Σα μαναστήρι͜α να πάγω
και να καλογερεύω
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άενάγιο
ακράνοιχτονμισάνοιχτο/η
ας σοναπ’ τον ασό σον (από τον)
αφορισμένοναφορισμένο, αναθεματισμένο
άφ’ς(προστ.) άφησε
γεσίρικυριολ. αιχμάλωτος μτφ. ταλαιπώρος, αυτός που έχει υποστεί κακουχίες esir
γυρεύωεπαιτώ, ζητιανεύω
εγροικάκαταλαβαίνει
εκόπανεκοπήκαν
εμπαίν’μπαίνει
έν’είναι
εξέρ’ξέρω/ει, γνωρίζω/ει
εποίκεςέκανες, έφτιαξες ποιέω-ῶ
εσόνδικός/ή/ό σου
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καλογερεύωαποσύρομαι από τα εγκόσμια, γίνομαι καλόγερος
καρίπ’μοναχικό, ορφανό, εξαθλιωμένο garip/ġarīb
μαναστήρι͜αμοναστήρια
οσπίτ’σπίτι hospitium<hospes
στράτας(ονομ.) δρόμοι, (αιτ.) δρόμους
’τοαυτό, το (προσωπική αντωνυμία)
τσούναςσκύλας κύων→κύαινα
χ̌έραςχήρας
ψ̌ηψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άενάγιο
ακράνοιχτονμισάνοιχτο/η
ας σοναπ’ τον ασό σον (από τον)
αφορισμένοναφορισμένο, αναθεματισμένο
άφ’ς(προστ.) άφησε
γεσίρικυριολ. αιχμάλωτος μτφ. ταλαιπώρος, αυτός που έχει υποστεί κακουχίες esir
γυρεύωεπαιτώ, ζητιανεύω
εγροικάκαταλαβαίνει
εκόπανεκοπήκαν
εμπαίν’μπαίνει
έν’είναι
εξέρ’ξέρω/ει, γνωρίζω/ει
εποίκεςέκανες, έφτιαξες ποιέω-ῶ
εσόνδικός/ή/ό σου
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καλογερεύωαποσύρομαι από τα εγκόσμια, γίνομαι καλόγερος
καρίπ’μοναχικό, ορφανό, εξαθλιωμένο garip/ġarīb
μαναστήρι͜αμοναστήρια
οσπίτ’σπίτι hospitium<hospes
στράτας(ονομ.) δρόμοι, (αιτ.) δρόμους
’τοαυτό, το (προσωπική αντωνυμία)
τσούναςσκύλας κύων→κύαινα
χ̌έραςχήρας
ψ̌ηψυχή
Εγώ του καρίπ’ το πουλίν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost