.
.
Ση παλαιών τη στράταν

Ποσινάκ’ καϊτέ

Στιχουργοί
Συνθέτες
Ποσινάκ’ καϊτέ
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Εσταύρωσες τα χ̌ερόπα σ’
αρ’ άμον ορφανέσσα
Αρ’ έλα πέσκα μετ’ εμέν
μη κείσαι μαναχ̌έσσα

Εσύ τίνος είσαι;
Ποδεδίζω σε!
Εσύ τ’ εμόν ’κ’ είσαι,
θα κερδαίνω σε!

Γουρπάν’ εγώ να ’ίνουμαι
ατού σ’ εσά τα μπράτσα
Άμον εσέν το σεβντι͜αλούκ’
εγώ πολλούς εμάτσα

Έλα μετ’ εμέναν
αρ’ απάν’ σο βουνόν
Εγώ θα λαρώνω
αρ’ τον πόνον τ’ εσόν

Γουρπάν’ σα χ̌έρι͜α σ’ τ’ έμορφα,
πουλί μ’/γιαβρί μ’, τα πιλεκλία
Σον παρχάρ’ μαθεμένα είν’
και σα νερά τα κρύα

Εσύ τίνος είσαι;
Να λελεύω σε!
Εσύ τ’ εμόν ’κ’ είσαι,
θα κερδαίνω σε!

Θέκον την τάπλα σ’ ζαρωτά
και -ν- έμπα απέσ’ σο δώμαν
Και πέει με «καλωσόρισες!»
με το γλυκύν το στόμαν

Έλα μετ’ εμέναν
αρ’ απάν’ σο βουνόν
Εγώ θα λαρώνω
και τον πόνον τ’ εσόν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απάν’πάνω
απέσ’μέσα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατούεκεί (σε τόπο ή σημείο που βρίσκεται σε κάποιο απόσταση)
γιαβρίμωρό, μικρό, παιδί yavru
γλυκύνγλυκιά/ό
γουρπάν’θυσία kurban/ḳurbān
δώμανδωμάτιο
είν’(για πληθ.) είναι
εμάτσαέμαθα κτ σε κπ, δίδαξα μαθίζω
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έμορφαόμορφα
έμπα(προστ.) μπες
εσάδικά σου/σας
εσόνδικός/ή/ό σου
ζαρωτάστραβά
θέκον(προστ.) θέσε, τοποθέτησε, βάλε
’ίνουμαιγίνομαι
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κείσαικείτεσαι, ξαπλώνεις
κερδαίνωκερδίζω
λαρώνωγιατρεύω, θεραπεύω
λελεύωχαίρομαι
μαθεμέναμαθημένα
μαναχ̌έσσαμονάχη
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
ορφανέσσαορφανή
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
πέει(προστ.) πες
πέσκα(προστ.) ξάπλωσε
πιλεκλία(για χέρια) αυτά που έχουν ωραίους/εύρωστους καρπούς bilekli (bilek=καρπός)
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
σεβντι͜αλούκ’έρωτας sevdalık
τάπλαδισκοειδές κάλυμμα της κεφαλής της Πόντιας γυναίκας που στο επάνω μέρος του έφερε λεπτό στρογγυλό έλασμα ασημένιο ή επίχρυσο. Αυτό το έλασμα είχε επάνω του σχέδια διάφορα αλλά και τύπους νομισμάτων σε διάταξη με μέρος του ενός να καλύπτει μέρος του άλλου tabla/ṭabla
τίνοςποιού;
χ̌ερόπαχεράκια
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απάν’πάνω
απέσ’μέσα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατούεκεί (σε τόπο ή σημείο που βρίσκεται σε κάποιο απόσταση)
γιαβρίμωρό, μικρό, παιδί yavru
γλυκύνγλυκιά/ό
γουρπάν’θυσία kurban/ḳurbān
δώμανδωμάτιο
είν’(για πληθ.) είναι
εμάτσαέμαθα κτ σε κπ, δίδαξα μαθίζω
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έμορφαόμορφα
έμπα(προστ.) μπες
εσάδικά σου/σας
εσόνδικός/ή/ό σου
ζαρωτάστραβά
θέκον(προστ.) θέσε, τοποθέτησε, βάλε
’ίνουμαιγίνομαι
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κείσαικείτεσαι, ξαπλώνεις
κερδαίνωκερδίζω
λαρώνωγιατρεύω, θεραπεύω
λελεύωχαίρομαι
μαθεμέναμαθημένα
μαναχ̌έσσαμονάχη
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
ορφανέσσαορφανή
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
πέει(προστ.) πες
πέσκα(προστ.) ξάπλωσε
πιλεκλία(για χέρια) αυτά που έχουν ωραίους/εύρωστους καρπούς bilekli (bilek=καρπός)
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
σεβντι͜αλούκ’έρωτας sevdalık
τάπλαδισκοειδές κάλυμμα της κεφαλής της Πόντιας γυναίκας που στο επάνω μέρος του έφερε λεπτό στρογγυλό έλασμα ασημένιο ή επίχρυσο. Αυτό το έλασμα είχε επάνω του σχέδια διάφορα αλλά και τύπους νομισμάτων σε διάταξη με μέρος του ενός να καλύπτει μέρος του άλλου tabla/ṭabla
τίνοςποιού;
χ̌ερόπαχεράκια
Ποσινάκ’ καϊτέ

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr