Ποντιακός Στίχος

Προβολή Τραγουδιού

Πία το καλαντόνερον

Από γενεά σε γενεάΑπό γενεά σε γενεά

Στιχουργοί: Παραδοσιακό

Συνθέτες: Παραδοσιακό

Καλλιτέχνες: Γιάννης Παπαγερίδης


Πία το καλαντόνερον
και βρέξον τα μαλλία σ’
Ας τρανύν’νε και ’κχ̌ύουνταν
και σ̌κεπάζ’νε τ’ ωμία σ’

Ας σο σαχτάρ’ τη τσιγαρί’
θα ευτάς την κατενή σ’ -ι
Να πλύντς, πουλί μ’, τα λώματα σ’
και το μαύρον την ψ̌η σ’ -ι

Τα τσ̌αρουχ̌όπα σ’ έγρασες
σ’ εμόν την γειτονίαν
Πουλί μ’, μη τυραννίεσαι,
θα παίρω/στείλω σε γενία

Την νύχταν όντας τραγωδώ
όλα ’γνεφούν και σ’κούνταν
Αζώσταρα κι ασ̌κέπαγα
σα πόρτας αφουκρούνταν
Γλωσσάρι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αζώσταραμη ζωσμένα, αυτά που δεν έχουν φορέσει ζώνη ή δεν μεταφέρουν αντικείμενα κρεμασμένα πάνω τους ἀ- στερητικό + ζώννυμι
ασ̌κέπαγαασκέπαστα, μη επαρκώς ντυμένα
αφουκρούνταναφουγκράζονται
βρέξονβρέξε (προστ.)
γενίακαινούρια yeni
’γνεφούνξυπνούν
έγρασεςέφθειρες, έλιωσες γράνω/γραίνω (=ροκανίζω, κατατρώγω)
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
καλαντόνερονσύμφωνα με το ομώνυμο έθιμο, το πρώτο νερό που έπαιρνε μια οικογένεια τα μεσάνυχτα της Πρωτοχρονιάς από τη βρύση ή το πηγάδι από όπου προμηθευόταν το πόσιμο νερό της
κατενήαλισίβα (σταχτόνερο) κατανίζω
’κχ̌ύουντανχύνονται, περιχύνονται
λώματαρούχα λῶμα/λωμάτιον
όνταςόταν
παίρωπαίρνω
πίαπιες (προστ.)
πόρταςπόρτες (ονομ.πληθ.) porta
σαχτάρ’στάχτη στάχτη<στάζω
σ̌κεπάζ’νεσκεπάζουν
σ’κούντανσηκώνονται
τραγωδώτραγουδάω
τρανύν’νεμεγαλώνουν, αναθρέφουν
τυραννίεσαιτυραννιέσαι, ταλαιπωριέσαι
ψ̌ηψυχή
ωμίαώμοι

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2024

Τραγούδια: 7949 | Albums/Singles: 1192 | Συντελεστές: 1574 | Λήμματα: 13372
Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr