.
.
94 χρόνια Μέλπω Μερλιέ

Ο ήλεν πάει σην μάναν ατ’

Στιχουργοί
Συνθέτες
Ο ήλεν πάει σην μάναν ατ’
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Ο ήλεν πάει σην μάναν ατ’
χαλκομελανι͜αγμένον
Σκαμνώνει͜ ατον και κάθεται,
στρώνει͜ ατον ’κι ακουμβίζει

-Έρθες, ήλε μ’, και κάθεσαι
στρώνω σε, ’κι ακουμβίζεις
Μήπως με τ’ άστρα εμάλωσες;
Μήπως με το φεγγάρι;
Μήπως με τον Αυγερινόν
εποίκες δύο λόγια;

-Ουδέ με τ’ άστρα μάλωσα,
ούδε με το φεγγάρι!
Ουδέ με τον Αυγερινόν
’κ’ εποίκα δύο λόγια
Έναν παιδίν εσκότωσαν,
η γλώσσα ’θε ’συντζ̌ών’νεν:

«Επάρ’τε το μιντανόπο μ’
αρ’ βάψτε͜ ατο σο αίμαν
και φέρτε͜ ατο την μάναν μου
την Τριτοκαταρά̤χτραν

Την Τρίτ’ εκαταρέθε με
και την Τετράδ’ εδώχτα
Τρίτ’ και Τετράδ’ έν’ θλιβερή,
την Πέφτ’ φαρμακωμένη
Παρασ̌κευήν ξημέρωμαν
να μη ’χεν ξημερώσει»
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
ακουμβίζεικατακλίνεται, ξαπλώνει στο ακούβιτο για να γευματίσει, «κάθεται στο τραπέζι» accumbo
ακουμβίζειςκατακλίνεσαι, ξαπλώνεις στο ακούβιτο για να γευματίσεις, «κάθεσαι στο τραπέζι» accumbo
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
εδώχταδιώχθηκα
εκαταρέθεκαταράστηκε
έν’είναι
επάρ’τεπάρτε
εποίκαέκανα, έφτιαξα ποιέω-ῶ
εποίκεςέκανες, έφτιαξες ποιέω-ῶ
έρθεςήρθες
ήλενήλιος/ήλιο
’θετου/της
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μιντανόπο(υποκορ.) γιλέκο, μανικωτό ζακέτο mintan/nīm-tane + -όπον
Πέφτ’Πέμπτη
σκαμνώνειπροσφέρει σκαμνί, καθίζει κπ
’συντζ̌ών’νεν(εσυντζ̌ών’νεν) συνομιλούσε, συνδιαλεγόταν συντυχ̌αίνω<συν + τυγχάνω
Τετράδ’Τετάρτη
Τρίτ’Τρίτη
Τριτοκαταρά̤χτραναυτή που καταράστηκε ημέρα Τρίτη
χαλκομελανι͜αγμένονχαλκομελανιασμένος
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
ακουμβίζεικατακλίνεται, ξαπλώνει στο ακούβιτο για να γευματίσει, «κάθεται στο τραπέζι» accumbo
ακουμβίζειςκατακλίνεσαι, ξαπλώνεις στο ακούβιτο για να γευματίσεις, «κάθεσαι στο τραπέζι» accumbo
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
εδώχταδιώχθηκα
εκαταρέθεκαταράστηκε
έν’είναι
επάρ’τεπάρτε
εποίκαέκανα, έφτιαξα ποιέω-ῶ
εποίκεςέκανες, έφτιαξες ποιέω-ῶ
έρθεςήρθες
ήλενήλιος/ήλιο
’θετου/της
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μιντανόπο(υποκορ.) γιλέκο, μανικωτό ζακέτο mintan/nīm-tane + -όπον
Πέφτ’Πέμπτη
σκαμνώνειπροσφέρει σκαμνί, καθίζει κπ
’συντζ̌ών’νεν(εσυντζ̌ών’νεν) συνομιλούσε, συνδιαλεγόταν συντυχ̌αίνω<συν + τυγχάνω
Τετράδ’Τετάρτη
Τρίτ’Τρίτη
Τριτοκαταρά̤χτραναυτή που καταράστηκε ημέρα Τρίτη
χαλκομελανι͜αγμένονχαλκομελανιασμένος
Ο ήλεν πάει σην μάναν ατ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr