.
.
Ση παλαιών τη στράταν

Αρ’ μετ’ εσέν που έπεσεν

Στιχουργοί
Συνθέτες
Αρ’ μετ’ εσέν που έπεσεν
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Τα πρόατα μ’ εστάλτσα τα
σου παρχάρ’ τα τσορία
Επέρα το μικρόν τ’ αρνί μ’
κι εταράγα σ’ ορμία

Αρ’ μετ’ εσέν που έπεσεν
κι ολίγον εκοιμέθεν
Πιρνά-πιρνά -ν- ας αποθάν’
ντ’ έζησεν εκανέθεν

Που καλατσ̌εύ’ σε ’κι νυστάζ’,
π’ ελέπ’ σε ’κι κοιμάται
Και μετ’ εσέν που πορπατεί
σην χαμονήν πάει χάται
Και μετ’ εσέν που πορπατεί
αρ’ σα μακρά πάει χάται

Ξέρον ψωμίν ας έτρωγα
κι ας έτον τσ̌αβταρένι͜ον
Σο κρεβατόπο σ’ να ’κείμ’νε
κι ας έτον σανιδένιον
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αποθάν’πεθαίνει
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
εκανέθενέφτασε, ήταν αρκετό
εκοιμέθενκοιμήθηκε
ελέπ’βλέπει/βλέπω
επέραπήρα
εστάλτσασταμάτησα, έστησα κάτι όρθιο, στήριξα, στερέωσα
εταράγαταράχθηκα, ανακατεύθηκα, μπλέχθηκα ταράσσω
έτονήταν
καλατσ̌εύ’μιλάω/ει, συνομιλώ/ει, συζητώ/άει keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
’κείμ’νε(εκείμ’νε) κειτόμουν, ξάπλωνα
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κρεβατόποκρεβατάκι
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
ολίγονλίγο
ορμίαρυάκια, ρεματιές
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
πιρνάπρωί, πρωινιάτικα, αύριο
πορπατείπερπατάει
πρόαταπρόβατα
τσ̌αβταρένι͜οναπό σίκαλη çavdar
τσορίαγήλοφοι, πηγές που αναβλύζουν ελάχιστο νερό, έλη, τέλματα
χαμονήνχαμό, όλεθρο
χάταιχάνεται
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αποθάν’πεθαίνει
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
εκανέθενέφτασε, ήταν αρκετό
εκοιμέθενκοιμήθηκε
ελέπ’βλέπει/βλέπω
επέραπήρα
εστάλτσασταμάτησα, έστησα κάτι όρθιο, στήριξα, στερέωσα
εταράγαταράχθηκα, ανακατεύθηκα, μπλέχθηκα ταράσσω
έτονήταν
καλατσ̌εύ’μιλάω/ει, συνομιλώ/ει, συζητώ/άει keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
’κείμ’νε(εκείμ’νε) κειτόμουν, ξάπλωνα
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κρεβατόποκρεβατάκι
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
ολίγονλίγο
ορμίαρυάκια, ρεματιές
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
πιρνάπρωί, πρωινιάτικα, αύριο
πορπατείπερπατάει
πρόαταπρόβατα
τσ̌αβταρένι͜οναπό σίκαλη çavdar
τσορίαγήλοφοι, πηγές που αναβλύζουν ελάχιστο νερό, έλη, τέλματα
χαμονήνχαμό, όλεθρο
χάταιχάνεται
Αρ’ μετ’ εσέν που έπεσεν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr