.
.
Γιωργούλης Κουγιουμτζίδης

Γιωργούλης Κουγιουμτζίδης

ΣτιχουργόςΣυνθέτηςΠοντιακή Λύρα

Γιωργούλης Κουγιουμτζίδης

Ημερομηνία Γέννησης15 Απριλίου 1936
Απεβίωσε23 Αυγούστου 2007
fullscreen
Ο Γιωργούλης Κουγιουμτζίδης γεννήθηκε το 1936 στη Νέα Ζωή Πέλλας. Ήταν το τρίτο από τα πέντε παιδιά του Ανδρέα και της Σοφίας Παυλίδου. Η απώτερη καταγωγή των γονιών του ήταν από το Τσιφλίκ και τη Θέμπεδα της Αργυρούπολης αντίστοιχα, αλλά οι ίδιοι γεννήθηκαν στο Κιουλεπέρτ του Αρταχάν του Καρς. Το 1922, η οικογένεια του Ανδρέα έφτασε στην Καλαμαριά και μετά το 1924 εγκαταστάθηκαν λόγω του λιμού στη Νέα Ζωή. Ο παππούς του Γιωργούλη, Αναστάσης, ήταν μερακλής και στην Καλαμαριά πολλές φορές γλέντησε με τον Σταύρη Πετρίδη, με τον οποίον μάλιστα απέκτησε και φιλικές σχέσεις. Ο Ανδρέας από την ηλικία των δεκατριών παρακολουθούσε τα «μουχαπέτια» που έκανε ο πατέρας του με τον Σταύρη, από τον οποίο έμαθε αρκετά για τη λύρα, καθώς ο ίδιος προθυμοποιήθηκε να του δείξει τα δύο χρόνια που παρέμειναν στην Καλαμαριά. Ο Αντρέας έπειτα στη Νέα Ζωή συμμετείχε σε γλέντια, παρέες και γάμους παίζοντας λύρα. Το 1938 αποξηράνθηκε η λίμνη των Γιαννιτσών και η κυβέρνηση παραχωρούσε χωράφια στους αγρότες. Έτσι, η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Κρύα Βρύση Πέλλας. Τα Πρώτα Βήματα στη Μουσική Ο Γιωργούλης ξεκίνησε από την ηλικία των πέντε χρονών να παίζει λύρα, ακούγοντας αρχικά τον πατέρα του. Η μητέρα του προσπαθούσε να τον αποτρέψει από την τέχνη αυτή με σκοπό να μάθει γράμματα και να είναι καλός στα μαθήματα του σχολείου. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε σε συνέντευξη του στον Παναγιώτη Θεοδωρίδη: «Ο μπαμπάς μου σκάλιζε κι έπαιζε λύρα η μαμά μου δε μ’ άφηνε να πάω να μάθω λύρα, ήθελα να μάθω γράμματα. Εμένα η μανία μου ήταν στη λύρα. Σκαμνία, φορκάλι͜α (σκούπες χειρός από άχυρα) από πίσω μου (έριχνε) να μην παίξω να μην έχω την τύχη του πατέρα μου, δηλαδή της μάνας μου που ο πατέρας μου ξενυχτούσε στους γάμους». Ο ίδιος έπαιζε για ώρες κρυφά μέσα στο στάβλο, καθώς ήταν ερωτευμένος με το όργανο και η εξέλιξή του ήταν ραγδαία. Κάποτε σε ένα γάμο, στον οποίο έπαιζε ο Αντρέας, όταν αυτός έφυγε με την παρέα του γαμπρού να φέρουν τη νύφη, κάποιοι χωριανοί παρότρυναν τον Γιωργούλη να παίξει μέχρι να έρθει η γαμήλια πομπή. Όταν ο Αντρέας ερχόμενος άκουσε τον Γιωργούλη να παίζει, συνειδητοποίησε το ταλέντο του γιου του και έπεισε τη σύζυγό του να τον προτρέψουν στο να εξελιχθεί περαιτέρω. Μαθητεία στον Γώγο Πετρίδη Σε ηλικία δώδεκα ετών, και ενώ ήδη έπαιζε αρκετά περίτεχνα, ο Γιωργούλης στάλθηκε ως οικότροφος στο σπίτι του Γώγου Πετρίδη, για να μαθητεύσει δίπλα του. Είναι σημαντικό να αναφερθεί πως ο Αντρέας είχε ήδη πολύ καλές σχέσεις με τον Γώγο, καθώς γνωρίζονταν από την παραμονή της οικογένειας για δύο χρόνια στην Καλαμαριά. Ύστερα από έναν μήνα ο Γιωργούλης επέστρεψε στην Κρύα Βρύση και η αλλαγή στο παίξιμό του ήταν έκδηλη. Ο Γιωργούλης έτρεφε απεριόριστο σεβασμό και θαυμασμό για τον δάσκαλό του, δηλώνοντας χαρακτηριστικά: «Δεν ξαναβγαίνει ο Γώγος. Ο άνθρωπος γεννήθηκε για τη λύρα. Τέτοια λύρα δεν θα ξαναβγεί». Επαγγελματική Πορεία και Προσωπική Ζωή Ξεκινώντας τα πρώτα του επαγγελματικά βήματα, είχε μανία με τη λύρα και ήταν τόσο προσηλωμένος σε αυτή που δεν ήθελε να πάει σχολείο. Από την Κρύα Βρύση ξεκίνησε να παίζει επαγγελματικά σε γάμους, ενώ ήταν ακόμα πολύ νέος, και παρέμεινε εκεί μέχρι το 1960. Όπως αναφέρει, εκείνη την εποχή ήταν διαφορετικά τα πράγματα, με άλλου είδους γλέντια και χωρίς πονηριά μεταξύ των ανθρώπων. Έπαιζαν μουσική σε αυλές, αχυρώνες και κλειστούς χώρους, όπου μαζευόταν ο κόσμος της γειτονιάς. Παρά το νεαρό της ηλικίας του, έπαιζε λύρα και διασκέδαζε τον κόσμο. Παράλληλα, τον καλούσαν τηλεφωνικά για να διδάξει λύρα σε παιδιά στα Γιαννιτσά και στη Νέα Νικομήδεια, παρόλο που ήταν μόλις δεκατριών ετών. Από εκείνη την περίοδο ξεκίνησαν οι επαγγελματικές του εμφανίσεις σε γάμους. Όσον αφορά την προσωπική του ζωή, το 1961 παντρεύτηκε τη σύζυγό του Μιράντα και μετακόμισαν στη Θεσσαλονίκη το 1962. Το 1962 γεννήθηκε ο γιος του Ανδρέας και το 1967 ο Παναγιώτης. Το 1962 ξεκίνησε την επαγγελματική του καριέρα με το Χρύσανθο Θεοδωρίδη. Συνεργασία με τον Χρύσανθο Θεοδωρίδη Η συνεργασία του με τον Χρύσανθο Θεοδωρίδη αποτέλεσε σταθμό στην ποντιακή μουσική: «Με πήρε τηλέφωνο ο Ευσταθιάδης, να κατέβω στη Θεσσαλονίκη, να με βάλει στα ραδιόφωνα. Ήταν καλός λαογράφος και συγγραφέας … Ο κόσμος, όταν άκουσε λύρα, δεν μπορούσε να καταλάβει αν παίζει κάποιο μωρό ή αν παίζει λύρα ο Γώγος, ήμουν τότε είκοσι τέσσερα χρονών… Ο Χρύσανθος μάλωσε με τον Γώγο και ήρθε μαζί μου, δέχθηκε και δέχθηκα να κάνουμε συνεργασία και ξεκινήσαμε το 1962 στου Μεταξά (μαγαζί στην Πολίχνη) μέχρι παραμονές του 1964. Συνεργασία είχαμε είκοσι χρόνια μαζί». Για τον Χρύσανθο Θεοδωρίδη έτρεφε βαθύ σεβασμό: «Παιδιά, αυτός ο άνθρωπος δεν ξαναβγαίνει, δεν ξαναγεννιέται. Αυτός ο άνθρωπος ήτανε ιστορία. Το ποντιακό στερέωμα έχει χάσει έναν μεγάλο καλλιτέχνη ο οποίος λεγότανε «Χρύσανθος». Όλος ο ποντιακός λαός πενθεί αυτόν τον άνθρωπο. Πενθεί. Ήταν τραγουδιστής με όλη τη σημασία της λέξεως. Όποιο κομμάτι και να τραγουδούσε έπρεπε να το πει στην εντέλεια. Και τα δίστιχα τα έγραφε ο ίδιος. Δεν έπαιρνε από κανέναν άλλο. Τον είχα στο σπίτι μου εγώ δύο χρόνια. Έμενε μαζί μου. Όλη τη νύχτα έγραφε. Όλη τη νύχτα έγραφε δίστιχα». Δισκογραφία και Επιτυχίες Η δισκογραφική πορεία του Γιωργούλη Κουγιουμτζίδη υπήρξε πλούσια και σημαντική: «Δισκογραφία έβγαλα καλή μαζί του, στην «Columbia» όλα, 124 επιτυχίες, 36-37 επτά μικρά και τα υπόλοιπα σε μεγάλα. Παράλληλα, πηγαίναμε σε πανηγύρια, σε γάμους, όπου και αν μας καλούσαν, δεν προλαβαίναμε να αλλάξουμε πουκάμισο, από το ένα στο άλλο». Συνολικά, για τις ηχογραφήσεις του αναφέρει: «Όλες οι επιτυχίες (μου) γύρω στις 400. Όλα αυτά 400 επιτυχίες είναι. Με τον Παπαδόπουλο (Χρήστο), με τον Καραπαναγιωτίδη (Κώστα), με τον Δημητριάδη (Γιώργο), με τον Νικολαΐδη τον Γιώργο, με τον Γαβριηλίδη (Γιώτη)». Ο Γιωργούλης Κουγιουμτζίδης έπαιξε σε 58 εκπομπές του Φάρου Ποντίων, συνοδεύοντας τον Χρύσανθο, τον Στάθη Ευσταθιάδη και τη χορωδία του συλλόγου. Επειδή οι εκπομπές εξέπεμπαν στα μεσαία, η εκπομπή ακουγόταν σε όλη την Ελλάδα αλλά και εκτός συνόρων, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα σε όλους να τις ακούσουν. Για τον Στάθη Ευσταθιάδη και τη συμβουλή που του έδωσε, ο Γιωργούλης θυμάται: «Μια κουβέντα μου είπε ο Ευσταθιάδης. "Πρόσεξε Γούλη" λέει "τη λύρα σου. Δεν μπορείς να φανταστείς τί λύρα παίζεις. Μην την αλλοιώσεις. Εκεί που είναι το δάχτυλο σου εκεί θα παραμείνει μέχρι που να σταματήσεις"». Η δισκογραφία του με τον Χρύσανθο μπορεί να θεωρηθεί μια καμπή για την ποντιακή μουσική, καθώς και ένα άλμα σχετικά με τον τρόπο εκτέλεσης των ποντιακών τραγουδιών από μια λύρα και μια φωνή. Τα κομμάτια μπορούν να θεωρηθούν ολοκληρωμένα από κάθε άποψη (εισαγωγή, κύριος σκοπός, τελείωμα-φινάλε). Για το τέλος της επαγγελματικής του πορείας, ο Γιωργούλης αναφέρει: «Η δική μου καριέρα στα κέντρα συνέχισε μέχρι το 1988 και σταμάτησα, γιατί μπήκαν στα πόδια μου μπουζούκια και λαϊκοί τραγουδιστές. Ερχόταν ο κόσμος από διάφορα μέρη, να ακούσει Κουγιουμτζίδη και Κουγιουμτζίδη δεν άκουγε, άκουγε λαϊκά…» Για τις ιδιαίτερες συνθήκες των εμφανίσεων εκείνης της εποχής αναφέρει: «Ο κόσμος εκείνα τα χρόνια διασκέδαζε. Εμείς έπρεπε να παίζουμε ασταμάτητα όλη τη νύχτα. Θυμάμαι μια φορά στην Πτολεμαΐδα, για να κρατηθούμε ξυπνητοί με τον Χρύσανθο, βουτούσαμε τα κεφάλια μας μέσα σε γούρνα με νερό. Παίζαμε ασταμάτητα ως το πρωί. Τότε όλα ήταν διαφορετικά. Σήμερα και πάλι ο κόσμος θέλει να διασκεδάσει, αλλά δεν έχει χρήματα…» Όταν ρωτήθηκε για το αγαπημένο του κομμάτι, απάντησε: «Όλα τα κομμάτια που έπαιξα δεν είναι αλλοιωμένα, είναι ολοκληρωμένα, αλλά για εμένα αυτό που με συγκινεί είναι ο "Μονόγιαννες", που δεν μπορεί κανένας άλλος να το παίξει εκτός από τον Γώγο και εμένα. Ο Γώγος δεν ξαναβγαίνει, είχε γεννηθεί για την λύρα». Το Παίξιμο και η Τεχνική του Σύμφωνα με τον Ανδρέα Κουγιουμτζίδη, γιο του Γιωργούλη: «Το παίξιμό του είναι πολύ διαφορετικό με αυτό του Γώγου, τον οποίον και λάτρευε σαν λυράρη. Τα τρέμουλα, τα σπασίματα και η ροή του τοξαριού του είναι ξεχωριστά και πρωτότυπα. Ο Γιωργούλης σε αντίθεση με τον Γώγο χρησιμοποιούσε παραπάνω δακτυλισμούς και λιγότερα τοξάρια, τα οποία κατά μια έννοια στρογγυλοποιούσε. Ο Γώγος έπαιζε στακάτα, οι τέσσερις τοξαριές του ήταν δύο του πατέρα μου. Ο Γιωργούλης ήταν μελωδικός και παραπονιάρης στην έκφρασή του, ο ήχος του γεμάτος ισοκράτες και οι τοξαριές του αρμονικές σαν μια συνεχόμενη και ατέλειωτη αλυσίδα. Πολλές φορές σού έδινε την εντύπωση πως έπαιζε συγχρόνως και στις τρεις χορδές». Επίσης, ο Ανδρέας προσθέτει: «Ο πατέρας μου ποτέ δεν έκατσε να μού δείξει λύρα, κάποιες φορές με συμβούλεψε για το τι έπρεπε να κάνω ή να μην κάνω στο παίξιμό μου. Πήγαινα από μικρός στα μαγαζιά που έπαιζε και τον άκουγα. Έμαθα ακουστικά, γιατί από παιδί τον είχα μέσα στα αυτιά μου. Σαν άνθρωπος ήταν χιουμορίστας, ευαίσθητος, προστατευτικός όσον αφορά τους κοντινούς του και πάντα ενθάρρυνε τους νέους να μάθουν να παίζουν λύρα και να κρατήσουν ζωντανή την παράδοση». Απόψεις για την Ποντιακή Μουσική και Παράδοση Ο Γιωργούλης είχε εκφράσει τις ανησυχίες και τις σκέψεις του για το μέλλον της ποντιακής μουσικής και διαλέκτου: «Η κάθε περιοχή του Πόντου έχει τα δικά της κομμάτια. Επομένως, υπάρχει πολύ υλικό προς μελέτη… Η λύρα δεν πρόκειται να σβήσει ποτέ, γιατί σχηματίζει σταυρό. Η διάλεκτος, όμως, κινδυνεύει. Γι’ αυτό, τα νέα παιδιά πρέπει να μιλούν περισσότερο, για να σπάσει η γλώσσα τους και να τραγουδούν καλύτερα…» Για τους νέους μουσικούς, συμβούλευε: «Οι νέοι λυράρηδες και τραγουδιστές πρέπει να μελετήσουν τα πατήματα του Γώγου κι ας γνωρίζουν και τα νεοποντιακά, αλλά με μέτρο. Δεν γίνεται να μελοποιούμε ποντιακό στίχο με λιβανέζικη μουσική… Να είναι καλά (οι νέοι) και να συνεχίσουν ν’ ασχολούνται με την παραδοσιακή μουσική, να μην ξεχαστεί. Άλλωστε υπάρχουν πολλά κομμάτια παραδοσιακά για μια ζωή ακόμα». Αναγνώριση και Κληρονομιά Η Θωμαΐς Κιζιρίδου γράφει στην εφημερίδα «Πόντος» το 2007: «Από την παιδική του ηλικία θεωρούσε τη λύρα δώρο Θεού. Από την πρώτη στιγμή που την έπιασε στα χέρια του κατάλαβε ότι θα γινόταν αιώνιος εραστής της. Θαυμαστής κι άοκνος μελετητής του κορυφαίου Γώγου, είχε την τύχη, κατά τη διάρκεια της πορείας του στο μουσικό σοκάκι της ποντιακής παράδοσης να συναντήσει δυο άοκνους πρεσβευτές της: τον Στάθη Ευσταθιάδη και τον αείμνηστο Χρύσανθο Θεοδωρίδη. Και το όνομα αυτού, Γιωργούλης Κουγιουμτζίδης». Ο Ματθαίος Τσαχουρίδης γράφει για τον Γιωργούλη: «Οι γενιές των Ποντίων λυράρηδων οφείλουν πολλά στον λυράρη του Πόντου, Γιωργούλη Κουγιουμτζίδη. Τού οφείλουν τον ανάλογο σεβασμό και τιμή, όπως και αυτή του Γώγου Πετρίδη. Διότι ο Γιωργούλης Κουγιουμτζίδης ήταν και αυτός πρότυπο γενεών Ποντίων λυράρηδων με την μοναδική τεχνική του και μουσική του εκτέλεση. Διότι ο Γιωργούλης δεν στέρησε ποτέ από τους λάτρεις της ποντιακής λύρας την "τέχνη" του και την τεχνική του επάνω στο όργανο. Δεν στέρησε το "αυτί" των Ποντίων από τις αναρίθμητες επίσημες και μη μουσικές ηχογραφήσεις που άφησε. Ο Γιωργούλης ήταν παρών και έκανε το καθήκον του ως λυράρης και ως συνεχιστής της ποντιακής μουσικής παράδοσης καλύτερα από κάθε άλλον λυράρη της μουσικής ιστορίας των Ποντίων. Το ρεπερτόριο της μουσικής μας παράδοσης θα ήταν τρομακτικά φτωχότερο και μη εξελίξιμο χωρίς την έντονη παρουσία του ήχου της λύρας του Γιωργούλη Κουγιουμτζίδη. Διότι, κάποιοι, δυστυχώς, στέρησαν από τη δίψα των νέων Ποντίων μουσικών και την τέχνη τους, αλλά και το ρεπερτόριο της μουσικής μας. Τον βλέπω ως ένα "αθέατο άγαλμα", να κρατά την λύρα που αγάπησε στα χέρια του και να δίνει το παράδειγμα προς μίμηση σε όλους εμάς, τους νεότερους συνεχιστές, να προσπαθήσουμε να δώσουμε ακόμη πιο πολλά στην τέχνη της ποντιακής λύρας και στην εξέλιξη του ήχου της. Αυτός ήταν και αυτός πρέπει να είναι και σήμερα ο Γιωργούλης Κουγιουμτζίδης». Απεβίωσε το 2007 σε ηλικία 71 χρονών αφήνοντας μία τεράστια μουσική παρακαταθήκη και κληρονομιά.

album

Albums/Singles (55)

lyrics

Τραγούδια (220)


Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost