Βιογραφικό
Χορωδία
Η χορωδία (λατ. chorus) είναι ένα μουσικό σύνολο τραγουδιστών. Η χορωδιακή μουσική, με τη σειρά της, είναι η μουσική που εκτελείται από ένα τέτοιο σύνολο. Ο όρος χορός αναφέρεται περισσότερο σε σχέση με το αρχαίο θέατρο καθώς και με τη βυζαντινή μουσική, έτσι μπορεί να γίνει λόγος για Βυζαντινό χορό και για χορικά αρχαίων δραμάτων.
Επικεφαλής μιας χορωδίας είναι ένας διευθυντής χορωδίας ή (ιδιαιτέρως στη Βυζαντινή μουσική) ένας χοράρχης. Η χορωδία αποτελείται συνήθως από τέσσερις ομάδες φωνών, καθεμιά από τις οποίες αντιστοιχεί στις τέσσερις βασικές (κατά έκταση) φωνές (σοπράνο, κοντράλτο, τενόρος και μπάσος), έτσι ώστε να μπορεί να εκτελεί κομμάτια με βάση την τετράφωνη αρμονία -κυρίαρχο στοιχείο της κλασικής μουσικής. Η τετράφωνη διάταξη δεν είναι η μοναδική, καθώς ένα μεγάλο μέρος της χορωδιακής μουσικής είναι γραμμένο για τρεις, πέντε, έξι κ.ο.κ. φωνές· δεν υπάρχει όριο στις φωνές κατά τις οποίες διαιρείται μια χορωδία, από τη στιγμή που τουλάχιστον ένας εκτελεστής διατίθεται για κάθε φωνητικό μέρος. Τρανά παραδείγματα εξαιρετικών τέτοιων περιπτώσεων είναι το 40φωνο μοτέτο του Τόμας Τάλις "Spem in alium", γραμμένο για οκτώ 5φωνες χορωδίες, καθώς και το "Stabat Mater" του Κρύστοφ Πεντερέτσκι, για τρεις 16φωνες χορωδίες, 48 φωνές εν συνόλω.
Μια χορωδία μπορεί να εκτελεί μουσική είτε με είτε χωρίς συνοδεία: στη δεύτερη περίπτωση χρησιμοποιούμε τον προσδιορισμό ασυνόδευτη (ή άνευ συνοδείας), ή τον διεθνή όρο (από τη λατινική γλώσσα) a cappella, που κατά λέξη σημαίνει στο παρεκκλήσι (δηλαδή ωσάν να εκτελείτο σε παρεκκλήσι, το οποίο λόγω μικρού συνήθως μεγέθους δεν διαθέτει εκκλησιαστικό όργανο, ή άλλη οργανική συνοδεία). Τα όργανα που χρησιμοποιούνται για τη συνοδεία ποικίλουν, από το όργανο, το πιάνο ή την κιθάρα, έως ένα μικρό οργανικό σύνολο, ή μια ολόκληρη ορχήστρα. Στη δοκιμή (ή πρόβα, όπως συνηθίζεται να αποκαλείται) το πλεόν διαδεδομένο όργανο συνοδείας είναι το πιάνο και το όργανο, ακόμη κι αν το κομμάτι προς εκτέλεση είναι γραμμένο για άλλη οργανική συνοδεία, ή ακόμη κι αν είναι γραμμένο a cappella.
Όσον αφορά στη σκηνική διάταξη μιας χορωδίας, υπάρχουν αρκετές επιλογές. Στην περίπτωση εκτέλεσης σε συναυλιακό χώρο, η συνηθέστερη επιλογή είναι η τοποθέτηση της χορωδίας στο πίσω μέρος της σκηνής (πίσω από την ορχήστρα) και η διάταξή της σε δύο ή τρεις σειρές, όπου οι χαμηλότερες φωνές (δηλ. οι άνδρες) καταλαμβάνουν την πίσω σειρά, και οι ψηλότερες την μπροστινή, κατ’ αντιστοιχία των εγχόρδων της ορχήστρας. Κάποιοι διευθυντές προτιμούν άλλες διατάξεις, όπως αυτήν σε τέσσερα σκέλη, κατά την οποία στην πρώτη σειρά τοποθετούνται τέσσερις ή πέντε εκτελεστές από την κάθε φωνή, με τους υπόλοιπους να βρίσκονται πίσω από την πρώτη σειρά, πάντα κατά φωνή.
Στην περίπτωση που ο συναυλιακός χώρος είναι (δυτικού ρυθμού) εκκλησία, τότε η διάταξη της χορωδίας είναι ανάλογη με τη διάταξη των στασιδίων. Στις πιο πεπειραμένες χορωδίες είναι δυνατόν να μην υπάρχει συγκεκριμένη διάταξη και οι εκτελεστές να τοποθετούνται ανάμεικτα, αναξαρτήτως της φωνής στην οποία ανήκουν. Οι υπέρμαχοι αυτής της διάταξης έχουν την άποψη ότι έτσι επιτυγχάνεται καλύτερος τονικός συντονισμός (κούρδισμα) μεταξύ των φωνών, καθώς κάθε φωνή είναι σε κοντινή απόσταση με όλες τις άλλες. Στο αντίπαλο στρατόπεδο, θεωρείται ότι μ’ αυτόν τον τρόπο εξασθενεί η δυναμική της χορωδίας και πως έτσι το ηχητικό αποτέλεσμα δεν έχει άμεση μετάδοση στο κοινό.
Τα κομμάτια για διπλή (ή πολλαπλές γενικότερα) χορωδία απαιτούν τον -λίγο έως πολύ- διαχωρισμό της μιας χορωδίας από την άλλη, συχνά τοποθετούμενες σε αντικρυστά υπερώα, όπως π.χ. στα περισσότερα χορωδιακά έργα της βενετσιάνικης σχολής (βλ. π.χ. Τζιοβάννι Γκαμπριέλι).
Τέλος, το κενό ανάμεσα στους εκτελεστές αποτελεί σημαντικό στοιχείο της ακουστικής του συνόλου, πράγμα που σημαίνει ότι η απόσταση μεταξύ τους δεν πρέπει να είναι ούτε πολύ μικρή, αλλά ούτε και πολύ μεγάλη (απόσταση έως ένα μέτρο είναι το συνηθέστερο όριο).
Οι απαρχές της χορωδιακής μουσικής ανάγονται στην παραδοσιακή μουσική, στην οποία το ομαδικό τραγούδι (είτε σε ταυτοφωνία, είτε σε πολυφωνία) είναι ακόμη και σήμερα ευρύτατα διαδεδομένο. Αδιαμβισβήτητα, τα παλαιότερα χορωδιακά κομμάτια που σώζονται προέρχονται από την Αρχαία Ελλάδα, από τα οποία τα πλέον ολοκληρωμένα είναι οι Δελφικοί Ύμνοι του 2ου π.Χ. αιώνα, καθώς και οι Ύμνοι του Μεσομήδη του 2ου μ.Χ. αιώνα. Ο αρχαιοελληνικός Χορός ήταν αναπόσπαστος από το Αρχαίο δράμα, ενώ αποσπάσματά του περιέχονται σε πάπυρους με έργα του Ευριπίδη (Ορέστης) και του Σοφοκλή (Αίας). Ο Επιτάφιος του Σεικίλου (2ος π.Χ. αιώνας) είναι ένα ολοκληρωμένο άσμα, πιθανότατα μονωδίας παρά χορωδίας, ενώ από τη νεότερη εποχή σώζεται ο Οξύρυγχος ύμνος (3ος μ.Χ. αιώνας), που αποτελεί δείγμα της πρώιμης χριστιανικής μουσικής.
Η παλαιότερη σωζόμενη έγγραφη μουσική της δυτικής Ευρώπης θεωρείται το Γρηγοριανό μέλος, καθώς και ορισμένοι άλλοι τύποι ψαλμωδίας της Καθολικής Εκκλησίας, που εξέπεσαν σε αχρηστία. Το τεχνικό στοιχείο που το διακρίνει, η παραδοσιακή ψαλμωδία σε ταυτοφωνία, εκτείνεται χρονικά από την εποχή του Αγίου Αμβροσίου (4ος μ.Χ. αιώνας) και του Μεγάλου Γρηγορίου (απ’ όπου και πήρε το όνομά του) έως τις μέρες μας. Στον ύστερο μεσαίωνα εμφανίζεται ένας νέος τύπος ψαλμωδίας, που περιλαμβάνει πολλαπλά μελωδικά μέρη, το οργκάνουμ. Ο εν λόγω τύπος αποτέλεσε την κύρια μουσική έκφραση όσον αφορά σε συγκεκριμένες εκκλησιαστικές περιστάσεις, ωστόσο η πολυφωνία του αφορούσε αρχικά μονωδούς και όχι χορωδία. Μεταγενέστερες εκφάνσεις της πολυφωνίας είχαν ως αποτέλεσμα την εδραίωση άλλων ειδών ψαλμωδίας, όπως την κλαούζουλα, το κοντούκτους και το πρώιμο μοτέτο (και δη το ισορρυθμικό μοτέτο), το οποίο σε αντίθεση με το μοτέτο της Αναγέννησης περιγράφει μια σύνθεση όπου διαφορετικά κείμενα εκτελούνται ταυτόχρονα από διαφορετικές φωνές. Το πρώτο γραπτό δείγμα πολυφωνίας, όπου κάθε φωνητικό μέρος αναφέρεται σε περισσότερους από έναν εκτελεστές, περιέχεται στο Χειρόγραφο Old Hall (1420, αν και περιέχει μουσική από τα τέλη του 14ου αιώνα), όπου εμφανίζονται τα λεγόμενα divisi και έτσι το κάθε φωνητικό μέρος διαιρείται στα δύο.
Κατά την περίοδο της Αναγέννησης η θρησκευτική χορωδιακή μουσική υπήρξε η κύρια έκφραση της λόγιας μουσικής στη Δυτική Ευρώπη. Την περίοδο αυτή γράφτηκαν εκατοντάδες έργα για χορωδία, που εμπίπτουν σε αρκετές μουσικές φόρμες, όπως λειτουργίες, μοτέτα, ανθέμια κλπ, τα περισσότερα από τα οποία προορίζονταν για a cappella εκτέλεση, αν και σε πολλές περιπτώσεις η χρήση μουσικών οργάνων είναι ιστορικά τεκμηριωμένη. Κυριότεροι εκπρόσωποι αυτής της εποχής, όσον αφορά στο χορωδιακό ρεπερτόριο, θεωρούνται ο Γκυγιώμ Ντυφαί, ο Ζοσκέν ντε Πρε, ο Τζιοβάννι Πιερλουίτζι ντα Παλεστρίνα και ο Ουίλιαμ Μπερντ, τα έργα των οποίων αποτελούν το απόγειο της πολυφωνίας, ενώ αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για πλήθος μετέπειτα συνθετών.
Άλλος ένας τύπος χορωδιακής μουσικής της Αναγέννησης αποτελεί και το μαδριγάλι, το κείμενο του οποίου είναι όμως κοσμικό. Αν και αρχικά προοριζόταν για οικιακή εκτέλεση από ερασιτέχνες τραγουδιστές, η ανάθεση σε χορωδίες και ολιγομελή φωνητικά σύνολα δεν ήταν ανύπαρκτη· στις μέρες μας τα μαδριγάλια αποτελούν εξίσου αναπόσπαστο μέρος του σύγχρονου χορωδιακού ρεπερτορίου.
Ακρογωνιαίος λίθος της μουσικής Μπαρόκ αποτελεί η ανάπτυξη και εδραίωση περί το 1600 του συνεχούς βάσιμου, το οποίο επέφερε δραματικές αλλαγές στην αισθητική της μουσικής και οδήγησε στην άνοδο της μονωδίας και κατόπιν της όπερας. Ο νεωτερισμός αυτός ήταν κατ´ουσίαν επέκταση μιας διαδεδομένης πρακτικής της εποχής, που είχε ως βάση την ενόργανη συνοδεία της χορωδίας, είτε με χρήση συντετμημένης παρτιτούρας (λατ. reductio) ή με το λεγόμενο basso seguente, ένα φωνητικό/οργανικό μέρος που περιέχει τη χαμηλότερη νότα σε κάθε δεδομένη στιγμή.
Το νέο μουσικό γένος που αναδύθηκε συνδυάζει φωνές και μουσικά όργανα και ονομάζεται «κοντσερτάτο»· ιστορικά ανάγεται στο πολυχωρικό ύφος της Βενετσιάνικης σχολής, κύριοι εκπρόσωποι της οποίας υπήρξαν μεταξύ άλλων ο Τζιοβάννι Γκαμπριέλι και ο Κλάουντιο Μοντεβέρντι. Τα έργα της εποχής απαιτούν πλέον όλο και μεγαλύτερη δεξιοτεχνία τόσο από τους τραγουδιστές όσο και από τα όργανα συνοδείας, ωστόσο οι χορωδίες της εποχής ήταν συνήθως ολιγομελείς και αυτό τις καθιστούσε ευέλικτες στην εκτέλεση του ρεπερτορίου στο νέο ύφος.
Τα ανεξάρτητα οργανικά μέρη της συνοδείας άνοιξαν νέους ορίζοντες στη χορωδιακή μουσική. Στο ανθέμιο εναλλάσσονται σολιστικά και χορωδιακά μέρη, ενώ στο μείζον μοτέτο τα μέρη αυτά ανάγονται σε ξεχωριστές μουσικές κινήσεις. Με πρωτεργάτη τον Τζάκομο Καρίσσιμι επινοείται το ορατόριο, όπου η παραπάνω σύλληψη πλαισιώνεται εν είδει κοντσέρτου, έχοντας ως κεντρική θεματολογία σκηνές από τη Βίβλο.
Το ορατόριο κορυφώνεται με τον Γκέοργκ Φρήντριχ Χαίντελ, μέσα από δημοφιλή έργα όπως τον Μεσσία, τον Σολομώντα κ.ά. Οι σύγχρονες εκτελεστικές πρακτικές με τους εκατοντάδες χορωδούς μάλλον δεν ανταποκρίνονται σ’ αυτές της εποχής του, ωστόσο ο Χαίντελ υιοθέτησε μια πλειάδα εκτελεστικού δυναμικού, από ένα ολιγομελές φωνητικό σύνολο μέχρι και κατά πολύ μεγαλύτερες χορωδίες (οι αναλογίες των οποίων διαφέρουν αρκετά με αυτές των συγχρόνων.
Στη Λουθηρανική Εκκλησία την τιμητική της είχε το είδος της καντάτας, που συχνά είχε ως βάση κάποιο χορικό (ύμνος). Τα θεμέλια της καντάτας έθεσε ο Ντήτριχ Μπουξτεχούντε, ωστόσο ήταν η επόμενη γενιά Γερμανών συνθετών που έγραψαν κύκλους καντατών για το καθ’ ολοκληρίαν εκκλησιαστικό έτος. Ο Γκέοργκ Φίλιπ Τέλεμαν και ο Κρίστοφ Γκράουπνερ συνέθεσαν έναν μεγάλο αριθμό, που όμως δεν συγκρίνεται με την κολοσσιαία συνεισφορά του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ: στη νεκρολογία του αναφέρεται πως έγραψε πέντε πλήρεις κύκλους, από τους οποίους τρεις (υπολογίζονται σε 200 περίπου έργα) σώζονται μέχρι σήμερα. Άξιο αναφοράς είναι ότι ο ίδιος δεν χρησιμοποιούσε συχνά τον όρο "καντάτα"· με τον όρο "μοτέτο" αναφερόταν στην εκκλησιαστική του φωνητική μουσική χωρίς ανεξάρτητη οργανική συνοδεία, στην οποία όμως τα όργανα έπαιζαν σε ταυτοφωνία (colla parte) με τις φωνές. Τα έργα του στα οποία υπάρχει πραγματικά ανεξάρτητη οργανική (ορχηστρική) συνοδεία αποτελούν τα Πάθη, οι Λειτουργίες, το Magnificat και φυσικά οι Καντάτες.
Στα τέλη του 18ου αιώνα οι συνθέτες στράφηκαν κυρίως στην ενόργανη μουσική, μέσα από είδη όπως τη Συμφωνία, παραγκωνίζοντας έτσι το ρόλο της χορωδίας. Τα χορωδιακά έργα του Μότσαρτ δεν θεωρούνται γενικά τα κορυφαία του αριστουργήματα, με φωτεινές εξαιρέσεις το Ρέκβιεμ και τη Μεγάλη Λειτουργία σε Ντο ελάσσονα. Ο Γιόζεφ Χάυντν έδειξε μεγαλύτερο ενδιαφέρον στη χορωδιακή μουσική προς το τέλος της καριέρας του, όταν επισκεπτόμενος την Αγγλία είχε την ευκαιρία να ακούσει διάφορα ορατόρια του Χαίντελ, σε πολυπληθείς εκτελέσεις· επηρεασμένος απ’ αυτά, έγραψε από το 1797 μια σειρά από λειτουργίες καθώς και δύο μεγάλα ορατόρια, τη "Δημιουργία" και τις "Εποχές". Ο Μπετόβεν άφησε παρακαταθήκη μόνο δύο λειτουργίες, εκ των οποίων η «επίσημη» (Missa Solemnis) είναι κατάλληλη μόνο σε πολύ σπουδαίες εκκλησιαστικές περιστάσεις. Εκτός αυτών, ήταν ο πρώτος που εισήγαγε τη χορωδία σε συμφωνικό έργο, τοποθετώντας τη στην κατακλείδα της 9ης του Συμφωνίας, αλλά και στη "Φαντασία για πιάνο, χορωδία και ορχήστρα σε Ντο ελάσσονα".
Τον 19ο αιώνα η θρησκευτική μουσική μεταπηδά από τους ιερούς ναούς στα συναυλιακά μέγαρα, καθώς γράφονται έργα για υπερπληθώρα εκτελεστών, που δεν μπορούν να φιλοξενηθούν σε εκκλησία. Παραδείγματα τέτοιων αποτελούν τα Te Deum και Ρέκβιεμ του Εκτόρ Μπερλιόζ, καθώς και το "Γερμανικό Ρέκβιεμ" του Μπραμς. Άλλα παραδείγματα όπου συνυφαίνεται σε μεγάλο βαθμό η ορχηστρική συνοδεία αποτελούν το Ρέκβιεμ του Βέρντι, το "Στάμπατ Μάτερ" του Ροσσίνι, το Te Deum του Άντον Μπρούκνερ κλπ.
Όσον αφορά στο είδος του ορατόριου, ο Χαίντελ εξακολούθησε να αποτελεί το κύριο πρότυπο· τα "Άγιος Παύλος" και "Ηλίας" του Μέντελσον και το L’Enfance du Christ ("η παιδική ηλικία του Χριστού") του Μπερλιόζ εμπίπτουν σ’ αυτή την κατηγορία. Οι συνεισφορές στο είδος της καντάτας δεν λείπουν από την εποχή του Ρομαντισμού, με κύριο εκφραστή τον Μπραμς, τον Μέντελσον, αλλά και τον Φραντς Σούμπερτ.
Τα έργα για a cappella χορωδία υπήρξαν μάλλον σπανιότητα, είδος στο οποίο όμως μεγαλούργησε ο Μπρούκνερ· έγραψε μεγάλο αριθμό από λειτουργίες και μοτέτα, στα οποία αντιπαραβάλλεται με χαρακτηριστικό τρόπο η τυπική γλώσσα της Αναγεννησιακής αντίστιξης, με τη νεωτεριστική, χρωματική αρμονία. Ο Μέντελσον και ο Μπραμς, μεταξύ άλλων, συνέθεσαν εξίσου σημαντικά έργα για ασυνόδευτη χορωδία.
Στο είδος της όπερας, η χορωδία συνέχισε να έχει έναν κύριο ρόλο, όπως και την εποχή του Μπαρόκ. Στο λυρικό θέατρο της εποχής, η χορωδία αντιπροσωπεύει τον χαρακτήρα μιας μεγάλης ομάδας ανθρώπων σε ένα έργο, όπως αυλικοί, πιστοί της εκκλησίας, στρατιώτες, γυναικόπαιδα, μετανάστες κλπ.
Όπως και τα άλλα είδη μουσικής, η χορωδιακή μουσική διένυσε μια περίοδο πειραματισμού, που αναπτύχθηκε κυρίως το β΄μισό του 20ου αιώνα. Ορισμένοι συνθέτες εστίασαν στη χορωδία ως μουσικό μέσο, τα έργα των οποίων έχουν πλέον ενταχθεί στο δεδομένο διεθνές χορωδιακό ρεπερτόριο.
Οι υστερο-ρομαντικοί συνθέτες Ρίχαρντ Στράους και Σεργκέι Ραχμάνινοφ συνεισέφεραν με ένα εύρος έργων, ενώ ο Ραλφ Βων Ουίλιαμς -στα πλαίσια του Νεοκλασικισμού- κάνει μια ανασκόπηση στο Αναγεννησιακό ύφος υπό μια νέα αρμονική ματιά. Το έργο Friede auf Erden του Άρνολντ Σένμπεργκ αποτελεί ένα «τονικό καλειδοσκόπιο», στα πλαίσια του οποίου το τονικό κέντρο μετακινείται διαρκώς, όπως άλλωστε και σε άλλα του έργα από την ίδια περίοδο ("έναστρη νύχτα" κλπ). Από την άλλη διαγράφεται μια επιστροφή στην παραδοσιακή μουσική και πολλοί συνθέτες αντλούν υλικό από δημοτικά τραγούδια, γράφοντας νέες εναρμονίσεις και παραλλαγές.
Με την άνοδο της ατονικότητας και τη μη-παραδοσιακή αρμονία η χορωδιακή μουσική επηρεάζεται άμεσα· ο σειραϊσμός κάνει την εμφάνισή του στο ανθέμιο του Σένμπεργκ "Dreimal Tausend Jahre", ενώ η χρήση της τεχνικής sprechstimme (ή σανσόν παρλέ) εμφαίνεται στον ψαλμό "De Profundis" (εκ βαθέων). Η τροπική γλώσσα του Πάουλ Χίντεμιτ σκιαγραφείται σε αρκετά έργα του, κάτι που στα Cinq Rechants του Ολιβιέ Μεσιάν πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα, κάνοντας χρήση διάφωνης αντίστιξης. Αλματώδης είναι η διαφορά στον Πεντερέτσκι και τον Γκιέργκι Λίγκετι, όπου κυριαρχούν τα κλάστερ (συμπαγείς συγχορδίες χωρίς τονική εστία) και το τυχαίο στοιχείο (βλ. αλεατορική μουσική). Με τον καθολικό σειραϊσμό του Μίλτον Μπάμπιτ οι δυνατότητες της χορωδίας (και όχι μόνο) υπερπηδούν τα όριά τους και η χορωδιακή μουσική εν συνόλω γίνεται ολοένα και πιο απαιτητική από τους εκτελεστές. Παρά τη δυσκολία και τις ιδιοτροπίες των διαφόρων τεχνικών, πολλά έργα με αντισυμβατική μουσική γλώσσα εντάσσονται στο ρεπερτόριο τόσο των επαγγελματικών, όσο και των ερασιτεχνικών χορωδιών ανά τον κόσμο.
Στον αντίποδα της πειραματικής μουσικής εξέλιξης, συνθέτες όπως ο Μπέντζαμιν Μπρίτεν, ο Φρανσίς Πουλένκ και ο Καρλ Ορφ εντάσονται στο ευρύτερο πλαίσιο του Νεοκλασικισμού· τα χορωδιακά τους έργα είναι πιο εύπεπτα και προσεγγίσιμα από τον κοινό ώτα, ενώ ορισμένα αποτελούν κάποια από τα πλέον δημοφιλή έργα του είδους (π.χ. τα "Κάρμινα Μπουράνα" του Ορφ, το ανθέμιο "Rejoice in the Lamb" του Μπρίτεν κλπ). Στην ανατολική Ευρώπη, οι Μπέλα Μπάρτοκ και Ζόλταν Κόνταλυ προσεγγίζουν ακόμη περισσότερο την παραδοσιακή τους μουσική και μέσω της τροπικής αρμονίας καταλήγουν σε ένα αποτέλεσμα εξίσου συνθετικό όσο και διδακτικό.
Το πέρας του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου αναδεικνύει ένα νέο ρεύμα, αυτό του Μινιμαλισμού. Στην Ευρώπη προσλαμβάνει μια μυστικιστική χροιά και εκπροσωπείται κυρίως από τον Άρβο Περτ, τον Χένρυκ Γκορέτσκι και τον Τζον Τάβενερ· στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, οι Στηβ Ράιχ, Φίλιπ Γκλας και Τζον Άνταμς το ύφος προσιδιάζει την κίνηση των μηχανών και δεν συνδέεται ως επί τω πλείστω με το θρησκευτικό στοιχείο. Εξέλιξη του μινιμαλισμού είναι ο μετα-μινιμαλισμός κατά τον οποίο προκύπτει μια ευρύτερη σύντηξη στοιχείων της μέχρι τώρα μουσικής, συνδυάζοντας το Μπαρόκ με την παραδοσιακή μουσική της Λατινικής Αμερικής, την Αναγεννησιακή αντίστιξη με τους ηλεκτρονικούς ήχους, την άμπιεντ μουσική με το μπελ κάντο κοκ. Έργα των Βρετανών Τζον Ράτερ και Τζέιμς Μακμίλλαν εμπίπτουν εν πολλοίς σ’ αυτό το πρότυπο, ενώ από την «εμπορικότερη» πλευρά ο Τζον Ουίλιαμς -γνωστός από τη μουσική επένδυση πολλών κινηματογραφικών ταινιών- κινείται σε πιο επικά χρώματα.
Albums/Singles (19)
Τραγούδια (189)