Βιογραφικό

Χρήστος Παρχαρίδης





|
Ο Χρήστος Παρχαρίδης του Ευσταθίου και της Ζωής (το γένος Τριανταφυλλίδη) γεννήθηκε το 1940 στο Πρωτοχώρι Κοζάνης (Πορτοράζ). Είναι γόνος της ποντιακής οικογένειας του Ευσταθίου Σιαμίδη (μετέπειτα Παρχαρίδη) από το χωριό Καρά (Καπίκιοϊ) της περιοχής Ματσούκας Τραπεζούντας.
Από μικρή ακόμη ηλικία εμφάνισε το φυσικό τάλαντο της φωνής του, έχοντας πάντα κοντά του τον επίσης καλλίφωνο πατέρα του, που καμάρωνε για το γιο του. Σε ηλικία 13 χρονών ο αδελφός του Τάσος αγοράζει μια λύρα από τον περίφημο κατασκευαστή Γοργόρ’ και απαγορεύει στο μικρό Χρήστο να τη χρησιμοποιεί, λόγω του νεαρού της ηλικίας του. Απαρηγόρητος, όμως, αλλά και επίμονος, ο Χρήστος προσπαθεί να μάθει κρυφά τα μυστικά της λύρας, όταν απουσιάζει ο «αυστηρός» αδελφός.
Το 1954 η περιβόητη λύρα είναι η «ακίνητη» περιουσία του Χρήστου. Αρχίζει να παίζει δειλά-δειλά σε μικρές παρέες η γάμους νιώθοντας τη χαρά της δημιουργίας.
Το 1957 εγγράφεται ως σπουδαστής στην τεχνική σχολή «Δανάτσα» στην Κοζάνη, όπου και διαμένει. Λύρα και Χρήστος κάθε Σαββατοκύριακο επιστρέφουν στο χωριό και παίζουν σε παρέες. Την ίδια χρονική περίοδο συμμετέχει με πολύ μεράκι στις ραδιοφωνικές εκπομπές του κρατικού ραδιοφωνικού σταθμού της Κοζάνης, όπου τον συνοδεύει με τη λύρα ο μεγαλύτερος σε ηλικία συγχωριανός του Δημήτρης Κυριακίδης.
Το 1961, μετά από πρόσκληση του αδελφού του, μεταναστεύει στη μακρινή Αυστραλία, έχοντας πάντα μαζί του την αγαπημένη του λύρα. Η ξενιτειά τον πληγώνει πολύ. Σύντομα, όμως, συσπειρώνονται οι λιγοστοί τότε Πόντιοι και δημιουργούν μια μεγάλη, αλλά ζεστή οικογένεια. Ο Χρήστος παίζει και τραγουδά για όλους. Πάντοτε όμως ερασιτεχνικά. Ποτέ δεν θέλησε να εκμεταλλευτεί αυθόρμητες εκδηλώσεις φίλων και να κερδίσει χρήματα. Εξάλλου, πάντα τόνιζε ότι απεχθανόταν τη ζωή της νύχτας, του επαγγελματία καλλιτέχνη.
Το διάστημα 1965-1967, που επιστρέφει στην Ελλάδα, διδάσκεται την τέχνη του «αγγείου» από το μοναδικό Κωνσταντίνο Κυριακίδη. Επιστρέφει μ’ αυτό στην Αυστραλία όπου τραγουδά και παίζει τους προσφυγικούς καημούς. Αργότερα το εγκαταλείπει για καθαρά συναισθηματικούς λόγους.
Παντρεύεται την εκλεκτή της καρδιάς του, Βέτα Δεσποινιάδου, με την οποία φέρνουν στον κόσμο τέσσερα παιδιά, τον Στάθη, τα δίδυμα Ζωή και Ευδοξία και τον Λάμπον. Τα δύο αγόρια παίξουν εξίσου καλή λύρα. Έτσι, η οικογένεια Παρχαρίδη ζει, υπηρετεί και απολαμβάνει την παράδοση.
Μέχρι το 1976 ο Χρήστος παίζει και τραγουδά στη Μελβούρνη της Αυστραλίας, τελείως ερασιτεχνικά, σε διάφορους τοπικούς συλλόγους, αλλά και σε άλλους που ήρθαν και από την μητέρα Ελλάδα. Πολλές φορές, μάλιστα, προσπαθεί με τη λύρα του και το τραγούδι του να καταπραΰνει τους έντονους πολιτικούς διαξιφισμούς πολλών Ελλήνων στη μακρινή ήπειρο. Το 1976 μαζί με άλλους ιδρύουν την «Ποντιακή Εστία», στην οποία είναι σύμβουλος και στην οποία παίζει και τραγουδά για δύο χρόνια ανιδιοτελώς.
Το 1981 ιδρύει το σύλλογο «Ποντιακή Κοινότητα», έχοντας πάντα ως στόχο του τη σύσφιξη των σχέσεων των Ελλήνων -και κυρίως των Ποντίων- της Αυστραλίας. Παραπονιέται, όμως, γιατί βλέπει πολλούς να θέλουν να αυτοπροβληθούν, προφασιζόμενοι υποκριτικά τη συνέχιση της παράδοσης.
Το 1992, με τη μεσολάβηση του ανεψιού του Αλέξη Παρχαρίδη, καλεί τους καλλιτέχνες Κώστα Σιαμίδη (λυράρη) και Γιάννη Κουρτίδη (τραγουδιστή) στην Αυστραλία, στα πλαίσια μιας εκδήλωσης της «Ποντιακής Εστίας». Γνωρίζονται καλά και συζητούν για μελλοντική συνεργασία Χ. Παρχαρίδη - Κ. Σιαμίδη. Καρπός της συνεργασίας αυτής είναι η συλλογή και εκτέλεση των τραγουδιών του CD «Αροθυμώ και καίουμαι».
Η ερμηνεία των τραγουδιών αυτών καταδεικνύει τόσο το μεγάλο ταλέντο του καταξιωμένου λυράρη Κώστα Σιαμίδη, όσο και την ερμηνευτική δεινότητα της φωνής του Χρήστου Παρχαρίδη, που αποδίδει εκπληκτικά όλα τα ποντιακά τραγούδια, με κύρια ευαισθησία στα παθιασμένα για τις πατρίδες, αλλά και στα ακριτικά.
Πέρα, όμως, από τις πράγματι σπάνιες φωνητικές του αρετές, ο Χρήστος Παρχαρίδης έχει και κάτι άλλο εξίσου αξιοθαύμαστο. Αντλώντας πάντα από την παράδοση, γράφει στίχους στους οποίους απεικονίζει ανάγλυφα τον Πόντο, την πληγωμένη ψυχή του πρόσφυγα, την εγκατάλειψη, την γενναία ψυχή του Ακρίτα, αλλά και τον έρωτα και την πίκρα της ξενιτειάς. Τον λαμπρό αυτόν καλλιτέχνη παρακολουθεί κατά βήμα ο μικρότερος γιος του, ο Λάμπον, για τον οποίο το μέλλον διαγράφεται ευοίωνο.
Albums/Singles (5)
Τραγούδια (48)