Βιογραφικό




Bahattin Çamurali
|
Ο Μπαχατίν Τσαμουραλί (Bahattin Çamurali) γεννήθηκε το 1931 στο χωριό Ντιρλίκ (Dirlik) των Σουρμένων (Sürmene), στον νομό Τραπεζούντας. Ήταν το μικρότερο παιδί της οικογένειας του Χαμντί και της Μπιρτάνε και μεγάλωσε με τη φροντίδα και τη στοργή των μεγαλύτερων αδελφών του, ιδίως της αδελφής του Ραχιμέ, η οποία διέκρινε από νωρίς το μουσικό του ταλέντο και αφοσιώθηκε στο να τον δει να γίνεται σπουδαίος καλλιτέχνης της κεμεντζ̌έ.
Από πολύ μικρός έπαιζε με δυο ξυλαράκια σαν να ήταν κεμεντζέ, κι αυτό το παιχνίδι εξελίχθηκε σε μοίρα. Χάρη στις προσπάθειες της αδελφής του και με δική της θυσία, σε ηλικία μόλις 7–8 ετών άρχισε μαθήματα με τον σπουδαίο δάσκαλο της εποχής Χουσεΐν Ντιλαβέρ (Hüseyin Dilaver) στο γειτονικό χωριό Ακσού (Aksu). Η διαδρομή ήταν δύσκολη: ένα παιδί διασχίζοντας ρεματιές και δάση για να μάθει μουσική. Μα ο Μπαχατίν το έκανε πρόθυμα, με μια κεμεντζέ στην πλάτη και με καρδιά γεμάτη επιμονή.
Δεν πέρασε πολύς καιρός και ήδη σε ηλικία 8–9 ετών ήταν σε θέση να παίζει με δεξιοτεχνία. Ο ίδιος ο δάσκαλός του τον επιβεβαίωσε, λέγοντας «πλέον παίζει ό,τι ήχο θέλει, βγάζει το δικό του ύφος». Η κεμεντζ̌έ του έγινε προέκταση του εαυτού του και η μουσική του δεύτερη γλώσσα. Σύντομα έγινε περιζήτητος στα τοπικά πανηγύρια και κυρίως στις γυναικείες «βραδιές χέννας» των χωριών της περιοχής, όπου τον ανέβαζαν σε σκαμνιά για να παίζει ατελείωτα σε γλέντια που κρατούσαν ως το ξημέρωμα.
Η παιδική του ηλικία και η εφηβεία του κύλησαν ανάμεσα σε δυο κόσμους: τη μουσική και την τοπική τέχνη των χαλκουργών, καθώς προερχόταν από οικογένεια με παράδοση στην τέχνη αυτή. Ωστόσο, ο ίδιος απέρριψε από νωρίς κάθε ενασχόληση με άλλα επαγγέλματα, έχοντας αφοσιωθεί αποκλειστικά στην κεμεντζέ. Ο ίδιος έλεγε: «Όποιος θέλει να παίζει κεμεντζέ, πρέπει να κουβαλάει μέσα του το φολκλόρ».
Μετά τη στρατιωτική του θητεία εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου η πορεία του συνδέθηκε με τη «Μαύρη Θάλασσα» της αστικής διασποράς. Έγινε μέλος παραδοσιακών ομάδων όπως το σχήμα του Αλή Γκεντς (Ali Genç) και συμμετείχε σε αμέτρητες παραστάσεις, γάμους, γλέντια και φεστιβάλ, εντός και εκτός Τουρκίας. Συνεργάστηκε με σπουδαίους χορευτές και τραγουδιστές, και η τέχνη του αποτυπώθηκε σε πληθώρα ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών εκπομπών.
Η δισκογραφία του ξεκίνησε τη δεκαετία του 1950. Οι πρώτες του ηχογραφήσεις έγιναν για τη δισκογραφική εταιρεία Edifon, σε συνεργασία με τη Ζινιέτ Σονμέζ (Ziynet Sönmez), και περιλάμβαναν τραγούδια όπως το «Gökteki Yıldızları» («Τα άστρα του ουρανού») και το «Karadeniz incisi koysun eline kına» («Ας βάλει χένα στο χέρι σου το μαργαριτάρι του Πόντου»). Ακολούθησαν δημοφιλή ντουέτα όπως το «Uçan kuş tutulur mü» («Πιάνεται το πουλί που πετάει;») και το «Sevda unutulur mü» («Ξεχνιέται ο έρωτας;»), τα οποία αγαπήθηκαν ιδιαιτέρως. Αργότερα συνεργάστηκε και με την Έμινε Γκεντς (Emine Genç), σε ηχογραφήσεις όπως το «Gökte uçan kuşlara arkadaş olamadım» («Δεν μπόρεσα να γίνω φίλος με τα πουλιά που πετούν»).
Εκτός από την Edifon, ηχογράφησε και για τις δισκογραφικές «Sahibinin Sesi», «Odeon», «Harika Plak» και «Zafer Plak» – η τελευταία ιδιοκτησία του συγγενή του Αϊντίν Μπακανάι (Aydın Bakanay). Με τη μετάβαση από το βινύλιο στην κασέτα, οι ηχογραφήσεις του αναπαράχθηκαν εκτεταμένα, αν και συχνά χωρίς τη δική του οικονομική ανταμοιβή, λόγω της πειρατείας.
Ο Μπαχατίν Τσαμουραλί είχε μοναδική μουσική ιδιοσυγκρασία. Μελαγχολικός, αυτάρκης, ασυμβίβαστος, αρνιόταν να παίξει όταν το κοινό δεν σεβόταν τη μουσική ή όταν ο ίδιος ένιωθε ότι η τέχνη του υποτιμάται. Πολλοί τον χαρακτήριζαν «πεισματάρη», μα στην ουσία υπερασπιζόταν την αξιοπρέπεια της μουσικής του.
Συνέθεσε και διέδωσε πλήθος τραγουδιών, με στίχους γεμάτους ειλικρίνεια, τοπικό χρώμα και βιωμένο συναίσθημα. Από τα πιο χαρακτηριστικά είναι τα: «Suyun altına testi koy, damla damla dolsun» («Βάλε στάμνα κάτω απ’ το νερό, σταγόνα-σταγόνα να γεμίσει»), «Pabuçlarım delindi, kumdan giderim kumdan» («Τρύπησαν τα παπούτσια μου, περπατώ πάνω στην άμμο») και «Bizde bahar gelende ağaçlar yaprak açar» («Όταν έρχεται η άνοιξη σε μας, τα δέντρα ανοίγουν φύλλα»).
Ένα από τα τραγούδια του που αγαπήθηκαν ιδιαίτερα φέρει τον τίτλο «Ela ela leo se/Έλα έλα λέω σε» και κινείται στον γνώριμο και αγαπητό στην Ελλάδα ρυθμό του «Κορτσόπον λάλ’ με» – ενός τραγουδιού οδοιπορικού, που άδονταν από εκδρομείς και παρχαρέτες κατά τη μετάβασή τους στα παρχάρια. Οι στίχοι του είναι κυρίως τουρκικοί, όμως καταλήγουν εναλλάξ σε ποντιακές φράσεις όπως «κορτσόπον λάλει με» και «έλα έλα λέω σε/εσέν πα να λέω σε» ή «λάλ’ με κι έλα λέω σε/εσέν πα να λέω σε», υποδηλώνοντας το διαρκές πολιτισμικό αλισβερίσι μεταξύ των δύο γλωσσών και παραδόσεων.
Όπως είναι φυσικό, οι μελωδίες του Bahattin Çamurali είναι εξαιρετικά οικείες στο αυτί των Ποντίων, τόσο του Καυκάσου όσο και της Ελλάδας. Ανάμεσα σε αυτές ξεχωρίζουν σκοποί όπως το «Çayelinden Öteye» –γνωστό στους Ελλαδίτες Ποντίους ως «Έλα έλα πουλόπο μ’»– και το δημοφιλές «Σαρί κιζ». Ιδιαίτερη απήχηση βρήκε και ο σκοπός του τραγουδιού «Şu karşıdan aşağα», πάνω στον οποίο αποδόθηκαν στα ελληνικά τα τραγούδια «Την πατρίδα μ’ έχασα» και «Ποϊλίσσα έμορφος (Σκοπός Τσαμουραλί)».
Ο Μπαχατίν Τσαμουραλί απεβίωσε στις 27 Απριλίου 1991 στην Κωνσταντινούπολη. Τάφηκε στο Νεκροταφείο Καρατζάαχμετ (Karacaahmet), αφήνοντας πίσω του όχι μόνο ηχογραφήσεις αλλά και ανεξίτηλο αποτύπωμα στη συλλογική μνήμη της μαυροθαλασσίτικης κουλτούρας.
Albums/Singles (1)
Τραγούδια (13)