Επιστολή Αντωνίου Τζινόγλου,
Διευθυντού του Γραφείου Προσφύγων εν Αμισώ
Φυλακές Αμάσειας
Δευτέρα, 6 Οκτωβρίου 1921
Σεβαστοί μου γονείς, προσφιλής μου σύζυγος, τέκνα μου αγαπητά, λοιποί συγγενείς και φίλοι.
Κατεδικάσθην αθώος ων εις θάνατον. Ήτο θέλημα Θεού, διά τούτο και εγώ δεν λυπούμαι, και σεις μη λυπηθήτε· έχω πίστιν, ότι θα συναντηθούμε εις την άλλην ζωήν.
Σας στέλνω τον χαιρετισμό και την αγάπη μου. Εν όσω ζείτε να με μνημονεύετε.
Αντιόπη, ο Θεός δε με ηξίωσε να γηροκομήσω τους γονείς μας, το έργον τούτο το αφήνω μόνο εις σε.
Διά σε και διά τα τέκνα μας είμαι βέβαιος, ότι θα φροντίση ο καλός Θεός.
Να μη λυπηθής και αγανακτήσης εναντίον του θελήματος του Θεού.
Εάν επιζήσετε της καταιγίδος αυτής, να πάτε στους γονείς μας κοντά και να γράψης δε και στον Φώτιον και τον Χρύσανθον την παράκλησίν μου, όπως λάβουσι υπό την μέριμνάν των την Ιουλίαν και την Χρυσάνθην.
Τη βεργέτα και το ωρολόγι μου παρέδωσα εις τον κ. Π. Βαλιούλην να σε φέρη.
Τα ρούχα μου θα διαμοιρασθούν εδώ.
Πήρα την τελευταίαν σου επιστολήν και είμαι ήσυχος εν τη φυλακή.
Εξομολογήθην, εγένετο λειτουργία και εκοινώνησα. Θα αποθάνω ήσυχος και ατάραχος.
Επιθυμώ να μη κλαύσητε πολύ.
Ο Θεός μαζί σας
Σας φιλώ όλους εκ ψυχής
Ο ιδικός σας
ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΤΖΙΝΟΓΛΟΥ